
Η επεισοδιακή γέννηση, η απόλυση του πατέρα, η ένταξη στο κόμμα και η σχέση με τον Βάσο Λυσσαρίδη, για έναν άνθρωπο που πιστεύει ότι οι αγώνες δεν πρέπει να εγκαταλείπονται. Ο Πρόεδρος της ΕΔΕΚ Μαρίνος Σιζόπουλος ισχυρίζεται ότι δεν είναι παιδί του Βάσου Λυσσαρίδη και μας μιλά για τη ζωή και τις επιλογές του.
Η γέννησή μου ήταν περιπετειώδης. Ενώ η οικογένεια έμενε μόνιμα στη Λεμεσό, ο πατέρας είχε την ευφάνταστη ιδέα η μάνα μου να με γεννήσει σε κλινική στη Λευκωσία, καθώς είχε περισσότερη εμπιστοσύνη στον γυναικολόγο της Λευκωσίας. Γι’ αυτό ακριβώς όταν άρχισε ο τοκετός, μετά τα μεσάνυχτα της 16ης προς τη 17η Ιουλίου του 1957, αποφάσισε να κάνει τη διαδρομή από τη Λεμεσό στη Λευκωσία, νύχτα. Μια διαδρομή η οποία ήταν τότε γύρω στις τρεισήμισι ώρες με αυτοκίνητο. Όταν πια τις πρωινές ώρες έφταναν στη Λευκωσία, εγώ γεννήθηκα μαυρισμένος λόγω περίσφιγξης, ενώ η μάνα μου είχε σοβαρά προβλήματα. Τότε ακριβώς, είχε κληθεί ο Βάσος να δώσει τις πρώτες βοήθειες κι όπως αντιλαμβάνεστε, συγκυριακά ξεκίνησε μια ιδιαίτερη σχέση μεταξύ μας. Όταν του το είπα μετά από πολλά χρόνια, η απάντησή του χαριτολογώντας ήταν «μα διέπραξα τέτοιο έγκλημα;».
«Επέστρεψα εκεί απ’ όπου ξεκίνησα»
Στη Λεμεσό έζησα μέχρι την ηλικία των τεσσάρων. Μετά, ο πατέρας μου απολύθηκε μυστηριωδώς από τις Βρετανικές Βάσεις στις οποίες εργαζόταν και ύστερα από ένα εργατικό ατύχημα που τον έθεσε για πολλά χρόνια εκτός εργασίας, αναγκάστηκε, προ του φάσματος της πείνας, να μετακινηθεί στο χωριό Διόριος της επαρχίας Κερύνειας. Η αλήθεια είναι ότι δεν θυμάμαι πώς βιοποριζόταν όλα αυτά τα χρόνια η οικογένειά μου, ήμουν μικρός για να θυμάμαι, ίσως από αποθέματα τα οποία υπήρχαν συν κάποιες περιστασιακές εργασίες που έκανε η μάνα μου. Ο πατέρας μου εργάστηκε ξανά σε σταθερή βάση μετά από κάποια χρόνια, στο Τμήμα Αναπτύξεως Υδάτων. Μείναμε στο Διόριος μέχρι το 1974.
Το 1977 μετακινούμαι στη Θεσσαλονίκη, στην οποία σπούδασα κι έμεινα για έντεκα ολόκληρα χρόνια. Γυρίζοντας το 1988 στην Κύπρο, εγκαταστάθηκα στη Λεμεσό, όπου και επαγγελματικά δραστηριοποιήθηκα. Στην ουσία επέστρεψα εκεί από όπου ξεκίνησα.
Στην ΕΔΕΚ μετά τις επιθέσεις της ΕΟΚΑ Β’
Στα παιδικά μου χρόνια, βίωσα πολύ έντονα τα γεγονότα του ’63-’64, δεδομένου ότι το χωριό μας ήταν μικτό ελληνοκυπριακό-τουρκοκυπριακό και βρισκόταν σε μια στρατηγικής σημασίας περιοχή της επαρχίας Κερύνειας. Δεν το κρύβω ότι παρακολουθούσα τις πολιτικές εξελίξεις, κυρίως μέσα από όσα ο πατέρας μού μετέφερε σε ιδέες, απόψεις κι εκτιμήσεις. Ο βασικός λόγος της μετέπειτα έντονης πολιτικής μου δραστηριότητας ήταν το 1973 και η ημέρα πραγματοποίησης των προεδρικών εκλογών, όταν ο Μακάριος δεν είχε ανθυποψήφιο. Ήταν επίσης η ημέρα που η ΕΟΚΑ Β’ είχε προβεί σε ένα μπαράζ βομβιστικών επιθέσεων εναντίων αστυνομικών σταθμών. Την επόμενη, με παρότρυνση και του μεγαλύτερου αδερφού μου, είχα επισκεφθεί τα γραφεία της ΕΔΕΚ, όπου υπέβαλα αίτηση για να γίνω μέλος της νεολαίας του κόμματος. Οι επιθέσεις προκάλεσαν ακριβώς το αντίθετο συναίσθημα και ήταν φυσικό ότι η εμπλοκή μου θα γινόταν στην αντίπαλη οργάνωση της ΕΟΚΑ Β’, που ήταν η ΕΔΕΚ.
Ήταν μια πρόκληση να εργαστώ ως dj
Η ενεργός εμπλοκή μου στον συνδικαλισμό και στην πολιτική δράση ξεκίνησε ωστόσο το 1977 ως φοιτητής πλέον στη Θεσσαλονίκη. Από εκείνη την περίοδο ωστόσο, θυμάμαι ότι είχα δουλέψει ως dj σε μια δισκοθήκη. Η ιστορία έχει ως εξής: ήμουν στο πρώτο έτος των σπουδών, απόκριες, όταν είχαμε κάνει μια κατάληψη μεγάλης διάρκειας της Ιατρικής Σχολής λόγω των φοιτητικών διεκδικήσεων και ουσιαστικά δεν μπορούσα να εγκαταλείψω τη Θεσσαλονίκη καθώς δεν ήξερα πότε θα λήξει. Επιπλέον, ήμασταν εκ των πρωταγωνιστών της κινητοποίησης. Για να καλύψω λοιπόν τον κενό χρόνο, αποδέχθηκα μια πρόσκληση να εργαστώ ως dj σε μια δισκοθήκη.
Ήταν μια πρόκληση, γιατί εκείνη την περίοδο η δισκοθήκη βρισκόταν στο απόγειό της, αλλά και γιατί το ποσό που έπαιρνα ως αμοιβή δεν ήταν διόλου ευκαταφρόνητο. Μιλάμε για πενθήμερη εβδομαδιαία εργασία, για την οποία πληρωνόμουν με 4.000 δραχμές, σημερινά λεφτά πάνω από 1.000 ευρώ. Δούλεψα εκεί για ένα χρόνο. Η συνεργασία μας λύθηκε, με επεισοδιακό τρόπο. Εγώ ήθελα να δώσω έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα στη δουλειά μου, κυρίως παίζοντας ροκ μουσική, όχι μόνο disco. Εκεί, υπήρξε μια σύγκρουση με τους ιδιοκτήτες του μαγαζιού, με αφορμή ένα εξαιρετικό τραγούδι του Chris de Burgh, το Spanish Train. Δεν ξέρω τι θα γινόταν αν συνέχιζα στη δισκοθήκη, αν δηλαδή γινόμουν γιατρός ή αν θα συνέχιζα αυτό τον δρόμο, αλλά αυτό που μπορώ μετά βεβαιότητας να πω είναι πως, μέχρι σήμερα, ό,τι συνέβη στη ζωή μου ως «αρνητικό», στη συνέχεια αποδείχθηκε ότι ήταν προς όφελός μου. Γι’ αυτό με βλέπετε συνεχώς αισιόδοξο.
Ακούω ακόμα ροκ μουσική. Το αγαπημένο μου συγκρότημα είναι μάλλον οι Pink Floyd, τους οποίους έχω μελετήσει περισσότερο από όλα τα άλλα συγκροτήματα, με αγαπημένο μου δίσκο το The Wall. Σε αυτή τη δουλειά προσλαμβάνουν ιδιαίτερη διάσταση όλα όσα ταλαιπωρούν σήμερα ένα άτομο, στο πλαίσιο λειτουργίας μιας συντηρητικής κοινωνίας.

«Διατηρώ το δικαίωμα να καθορίζω τις αποφάσεις μου»
Δεν αισθάνομαι «παιδί» του Βάσου Λυσσαρίδη, αν κι έχω επηρεαστεί από αυτόν. Δεν είμαι παιδί κανενός, παρά μόνο της ΕΔΕΚ, υπό την έννοια ότι ο Λυσσαρίδης σαφώς έχει επηρεάσει την πολιτική μου σκέψη και τις κατευθύνσεις μου, όμως θέλω να διατηρήσω για τον εαυτό μου το δικαίωμα να καθορίζω τις αποφάσεις μου και να τους προσδίδω τον δικό μου ιδιαίτερο χαρακτήρα με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Μιλάω συχνά μαζί του στο τηλέφωνο, συγκεκριμένα η τελευταία φορά ήταν πριν από δύο μέρες. Μιας και με ρωτάτε, με τον Γιαννάκη Ομήρου μίλησα πριν από δύο εβδομάδες. Γιατί κάνει εντύπωση; Μιλάμε όποτε χρειαστεί.
Σε όλη αυτή την πολιτική μου πορεία προσπάθησα να διατηρήσω τα χαρακτηριστικά της ειλικρίνειας, της εντιμότητας, της αμεσότητας, της μη εξυπηρέτησης σκοπιμοτήτων. Είμαι μακριά από τη διαπλοκή και τις εξαρτήσεις και είμαι έτοιμος να πληρώσω το οποιοδήποτε κόστος των επιλογών μου. Δεν είμαι όμως διατεθειμένος να πληρώσω κόστος για τις επιλογές άλλων. Με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Στην πολιτική δεν μπήκα ούτε για να κερδίσω φήμη, ούτε αναγνώριση, ούτε πελατεία. Αντιθέτως, η εμπλοκή μου με την πολιτική μού έχει κοστίσει σε όλα τα επίπεδα.
«Τα ΜΜΕ αρνήθηκαν να πάρουν ονόματα»
Έχω αποκαλύψει πολλά σκάνδαλα στη Βουλή, έχω πει δύο φορές δημόσια ότι κατέχω τα στοιχεία μιας εταιρείας, η οποία είχε 22,6 εκατομμύρια καταθέσεις στη Λαϊκή Τράπεζα και δεν κουρεύτηκε, δεν ενδιαφέρθηκε κανείς. Όταν είπα ότι έχω τα στοιχεία των προνομιακών δανείων που έδωσε η Λαϊκή, ποιος ενδιαφέρθηκε να τα πάρει; Δεν ήρθε κανείς να μου χτυπήσει την πόρτα και όταν επιχείρησα να τα δώσω, δεν δέχτηκε κανείς να τα παραλάβει, ούτε ανώτατα στελέχη του κράτους, ούτε τα ΜΜΕ. Απευθύνθηκα σε πολλούς, αλλά αρνήθηκαν να τα παραλάβουν. Ακόμα και σε τηλεοπτικές εκπομπές παρουσίασα τα στοιχεία χωρίς ονόματα. Γιατί δεν έδωσα ονόματα; Το γεγονός όμως ότι σήμερα δεν έχω τη βουλευτική ασυλία, μου δημιουργεί πρόβλημα. Όπως καταλαβαίνετε, ο εχθρός της Κύπρου είναι απλώς ο κακός εαυτός της.
«Είναι εύκολο να πείθεις τα αφτιά του λαού»
Αντιθέτως με αυτό που πιστεύετε, δεν προχώρησα σε «Λυσσαριδοποίηση» της ΕΔΕΚ. Αυτό που επιθυμώ από την πρώτη στιγμή είναι η ΕΔΕΚ να έχει ξεκάθαρες θέσεις, χωρίς δικολαβισμούς, αμφισημίες και γκρίζα τοπία. Επειδή ακριβώς θεωρώ ότι η Διζωνική, Δικοινοτική Ομοσπονδία είναι μια τεράστια παγίδα και μέσα από τη μεγάλη μελέτη που είχαμε από τον «Φάκελο της Κύπρου» έχει επιβεβαιωθεί ότι αποτελεί εξυπηρέτηση του μεσοπρόθεσμου στόχου της Τουρκίας για πολιτικό και στρατιωτικό έλεγχο της Κύπρου, με κύριο στόχο στη συνέχεια την πλήρη προσάρτηση, αυτά τα θέματα θα πρέπει να ξεκαθαρίσουν μια για πάντα.
Ισχυρίζεστε ότι αυτά που λέω δεν πείθουν. Ξέρετε, είναι εύκολο να πείθεις τα αφτιά του λαού με ό,τι θέλει να ακούσει. Είναι πολύ πιο δύσκολο, ένα λαό τον οποίο για πολλά χρόνια έχουν οδηγήσει στον εφησυχασμό, να του ζητήσεις να θυσιάσει κάτι από αυτό που έχει για να αγωνιστεί. Δεν είναι εύκολη υπόθεση, όμως αυτός ο αγώνας δεν πρέπει να εγκαταλειφθεί.
*Πρώτη δημοσίευση εφημερίδα Σημερινή.