Η ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΚΟΛΟΚΑΣΙΔΗ ΣΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ “ΤΡΕΙΣ ΤΕΛΕΙΕΣ” ΣΤΗΝ ΛΕΥΚΩΣΙΑ

Αναγνώσθηκε στην μεσαιωνική αίθουσα Καστελιώτισσα
την Τρίτη 8 Οκτωβρίου 2019.

Τον Χρήστο Μιχάλαρο τον ακούμε σχεδόν κάθε πρωί να σχολιάζει την επικαιρότητα. Πάντα με γλυκύτητα, υπομονή και διεισδυτικότητα. Ίσως διότι ως λογοτέχνης και ποιητής έχει τη μακρά οπτική και τον ευρυγώνιο φακό. 

Τον γνώρισα παλαιότερα όταν μου ζήτησε μια συνέντευξη κατά το διάστημα που είχα εμπλοκή στην ενεργό πολιτική. Με ρώτησε για πράματα που δεν είχαν σχέση με τα καθημερινά και τα τετριμμένα. Εξελίχθηκε η συνέντευξη σε μια από τις πιο ενδιαφέρουσες και λιγότερο στερεοτυπικές συνομιλίες που είχα με δημοσιογράφο. Ισως διότι δεν ήταν μόνο δημοσιογράφος. Γιατί ο δημοσιογράφος Μιχάλαρος είναι βέβαια το alter ego του ποιητή Χρήστου Α. Μιχαήλ. 

Δεν ξέρω ποιος από τους δυο είναι ο κύριος Χάιντ και ποιος ο Δρ Τζέκιλ. Σε μια ακραία ρομαντικοποίηση της λογοτεχνίας τολμώ να πω ότι ο άμετρος, παρορμητικός, ερασιθάνατος, εξωφρενικός κύριος Χάιντ είναι ο λογοτέχνης. Γιατί η πραγματική τέχνη και συνεπώς και η ποίηση δεν κυριαρχούνται κυρίως από την ισορροπία αλλά βασικά από το διονυσιακό στοιχείο, την έκρηξη, την απουσία μέτρου, την επιδίωξη του απείρου, την ανατροπή της αλήθειας. Αυτή είναι η ιστορία της έμπνευσης. Όπως είπε και ο Νίτσε έχουμε την τέχνη για να μην πεθάνουμε από την αλήθεια. Η πραγματικότητα όμως δεν εγκαταλείπει εύκολα. Με πρόσχημα την αισθητική πρόσληψη επιμένει να επιβληθεί στη φαντασία. Εδώ όμως χωρεί ακόμη ένα απόφθεγμα του πολύ αγαπητού συγγραφέα Fernando Pessoa: Η λογοτεχνία είναι η πραγματοποίηση χωρίς το ελάττωμα της πραγματικότητας.  

Από την πρώτη στιγμή συγκράτησα ένα ενδιαφέρον βιογραφικό στοιχείο του Χρήστου Μιχάλαρου. Ηταν καλαμαράς που εγκαταστάθηκε στην Κύπρο από νοσταλγία των εφηβικών χρόνων που είχε περάσει στη Λεμεσό. Ελλαδίτης που έβλεπε όμως τους κύπριους Έλληνες από μέσα με αγάπη και κατανόηση και όχι απέξω, κριτικά και στερεοτυπικά. 

Συνήθως η ικανοποιούμενη νοσταλγία είναι μια απογοήτευση. Όταν επιχειρούμε να την πραγματώσουμε συνήθως η αποτυχία είναι ηχηρή. Διότι η νοσταλγία είναι για πράγματα που ουδέποτε στην ουσία υπήρξαν. Σε αυτή όμως την περίπτωση δεν απογοήτευσε. Ο Χρήστος Μιχάλαρος εγκαταστάθηκε στην Κύπρο, πέτυχε ως δημοσιογράφος και εκστρατεύει με αξιώσεις στον χώρο της λογοτεχνίας. Ελπίζω και ο ίδιος να έχει την ίδια αντίληψη για  τη θητεία του στην Κύπρο.

Δεν είναι εύκολη αυτή η παλινδρόμηση μεταξύ καθημερινής, χυδαίας θα μπορούσε να πει κανείς, τρέχουσας κομματικής πολιτικής και λογοτεχνίας. Κοινό μεν το εργαλείο της γλώσσας αλλά μεγάλες οι διαφορές. Η δημοσιογραφία είναι το εδώ, τώρα, στα ρηχά, πιστοί στην πραγματικότητα. Η λογοτεχνία είναι το άχρονο, το παντού, σε βάθος, πιστοί στο όραμα. Πώς συνδυάζονται αυτά τα δύο ένας Θεός ξέρει. Και ίσως όντως να πρόκειται για δύο παράλληλες ευθείες που μόνο στον Θεό συναντούνται. Δηλαδή η μουντή πραγματικότητα με τη λογοτεχνικό όραμα.

Πάντως ο Χρήστος Μιχάλαρος ισορροπεί ως τέλειος jongleur και τα δύο. Παλινδρομεί χωρίς να ζαλίζεται. Πραγματεύεται τις εξελίξεις στο ΓΕΣΥ χωρίς να ομφαλοσκοπεί και ‘λογοτεχνίζει’ με την καλή έννοια του όρου, χωρίς να τον αποσπά η καθημερινότητα. Αυτό είναι σπουδαίο μάθημα. Και ίσως να επιβεβαιώνει τη σκέψη ότι η λογοτεχνία τελικά απασφαλίζει τη φαντασία η οποία πλέον διαχέεται σε όλα τα επίπεδα ανθρώπινης δραστηριότητας.

Εστιάζοντας στο σχολιαζόμενο βιβλίο σημειώνω ότι απαρχής μέχρι τέλους πρόκειται για ένα μόνο ποίημα 64 στροφών. Δεν νομίζω να γράφτηκε απνευστί διότι τέτοια πονήματα που στοχεύουν την τελειότητα τυραννούν μέχρις εσχάτων τον δημιουργό τους. Η κύηση είναι δύσκολη. Σημειώνω ότι στο πρόσωπο του Χριστου Μιχάλαρου ήβρα την πιο θελκτική υπεράσπιση της ρίμας. Διότι το ποίημα έχει ομοιοκαταληξία. Η κάθε στροφή αποτελείται από 6 στίχους και ομοιοκαταληκτούν 1ος με τον 3ο, 4ο και 6ο και ο 2ος με τον 5ο. Τον συγκινεί η ομοιοκαταληξία και η μετρική λογοτεχνία διότι αυτή θέτει κάποιους κανόνες, και δημιουργία χωρίς κανόνες δεν νοείται – λέγει. Είναι σαν να σου δίνουν μια μπάλα σε μια έρημο χωρίς οροθετημένο γήπεδο, χωρίς δοκάρια. Και η ποίηση είναι αχαλίνωτη και οραματική νοηματικά αλλά μπορεί να έχει την  εποικοδομητική πρόκληση της γλωσσικής αρχιτεκτονικής και της μετρικής πειθαρχίας. Ισως και να την χρειάζεται η ποίηση για να μην ρευστοποιηθεί εντελώς. Για να κρατήσει μια επαφή με το μέτρο και την αισθητική.

Η ποίηση αναμφίβολα περισσότερο από την πρόζα έχει το στοιχείο της λυρικότητας και συνεπώς της προσωπικής, υποκειμενικής συναισθηματικής έκφρασης. Τι σημαίνει αυτό; Υπάρχει μια μεγάλη δυσκολία στην αυθεντική ερμηνεία ενός ποιήματος. Κτίζεται μέσα από τόσες προσωπικές παραστάσεις και αισθήματα του ποιητή που είναι πολύ δύσκολο να μπει κάποιος στο πετσί του και να αντιληφθεί με ακρίβεια τι ήθελε να μεταδώσει. Όπως όμως λέγει ο Νάνος Βαλαωρίτης δεν μπορεί το ποίημα να είναι μόνο υποκειμενισμός. Αφενός λοιπόν θα ήταν λάθος να επιχειρείται η αυστηρή ερμηνεία του στίχου. Από την άλλη όμως υπάρχει ένας κοινός τόπος, ένα σημείο συνάντησης, μεταξύ ποιητή και αναγνώστη. Και ακριβώς η επιτυχία του ποιήματος νομίζω κρύβεται στην δυνατότητα του να ελευθερώσει τα ευγενή συναισθήματα του αναγνώστη να γεννά σκέψεις, να μεταφέρει αλλού. 

Μέσα και από τις στροφές που διάβασα σε μένα ανακαλείται ο φόβος του αδυσώπητου χρόνου. Ο τρόμος του θανάτου που είναι ο μόνος που μπορεί να τον φρενάρει αλλά ταυτόχρονα ο έρως που είναι η μόνη βραχεία, γλυκιά παρένθεση που καταλύει τον χρόνο και εξορκίζει, έστω για λίγο, τον επελαύνοντα θάνατο. Αυτό το ποίημα θυμίζει ότι ο έρως είναι η μόνη ανθρώπινη λειτουργία που αγιάζει τη σάρκα και μας ενώνει, έστω προσωρινά, με την αθανασία.

Σε ευχαριστούμε Χρήστο Μιχάλαρε για αυτό το έναυσμα και για τη γλυκιά χώρα στην οποία μας έχεις μεταφέρει.   

Quote

Leave a Reply

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s