ΧΩΡΙΣ ΑΝΑΜΝΗΣΗ Η ΖΩΗ ΔΕΝ ΠΡΟΧΩΡΑΕΙ

Μια συζήτηση με την Ιλιάνα Κουλαφέτη
για τον Κυπριακό Χρονογράφο
.

Ι.Κ: Το βράδυ του Σαββάτου που θα τον συναντούσα, αναρωτήθηκα κατά πόσο μπορείς να παίρνεις συνέντευξη από ένα φίλο. Πόσο μάλλον όταν η γραφή του, για την οποία εξάλλου ορίσαμε τη συνάντηση, αποτελεί πολλά περισσότερα από μία ποιητική εξομολόγηση που θα πέσει στα χέρια σου και ίσως περάσει απαρατήρητη. Σκεφτόμουν αρειμανίως ποια θα ήταν η καλύτερη ερώτηση που θα ξεδίπλωνε με αριστοτεχνικό τρόπο τη σκέψη του, χωρίς ωστόσο να προσμετρώ έναν παράγοντα: δεν θα είχα απέναντί μου ένα συνομιλητή με μία μόνο ταυτότητα. Αντιθέτως, είχα ένα άνθρωπο πολυδιάστατο που δεν τον νοιάζει να τσαλακώνεται, να εκτίθεται δημοσιοποιώντας τις πιο μύχιες σκέψεις του και που, ευχαρίστως, αναμένει μία ειλικρινή κριτική που θα τον βελτιώσει. Κι αυτός ο παράγοντας εμπόδιζε την «τέλεια ερώτηση».

Ο Χρήστος Α. Μιχαήλ, δημοσιογράφος και ποιητής, ή αν το θέσουμε χωρίς ταυτότητες, ένας άνθρωπος που ξέρει να χειρίζεται άριστα την τέχνη της γραφής, πατούσε σταθερά στις απαντήσεις του, χωρίς εκπτώσεις. Συναντηθήκαμε στο «μπαρόκ» μπαράκι «Κορνίζα» στην παλιά Λευκωσία. Στα ηχεία οι μπλουζ συνθέσεις έδεναν αρμονικά με τη συζήτηση και οι «Τρεις Τελείες» που αποτελούν τη νέα του ποιητική σύνθεση μού είπαν πολλά περισσότερα από την απορία που αφήνουν τα αποσιωπητικά σε μία συζήτηση. Χωρίς να αμβλύνει τις γωνίες και με ολοκληρωμένη σκέψη, αυστηρός σε θέματα τεχνοτροπίας και ιδιαίτερα διαλλακτικός στις υπαρξιακές μας διαφωνίες, γρήγορα «ελάφρυνε» το κλίμα και οι ανησυχίες μου για μια «καλή» συνέντευξη χαθήκανε στον πάτο της μαύρης μπύρας που συνόδευε τη συνάντησής μας.

Για την ποιητική σύνθεση, η οποία αποτελεί το τρίτο του βιβλίο, μια φιλολογική ανάλυση θα κατέστρεφε ολοκληρωτικά τα βαθύτερα νοήματα που βρίσκονται πίσω από τις γραμμές του. Παρατηρώντας ωστόσο το ποίημα από λογοτεχνική ή φιλολογική σκοπιά, στα χέρια σας θα πέσει ένας αυστηρά δομημένος, έμμετρος μονόλογος σε 64 έμμετρες ομοιοκατάληκτες στροφές που με αφορμή των έρωτα ως πεδίο έμπνευσης αντικρίζει τον εαυτό του σε ένα καθρέφτη που δεν ωραιοποιεί καμία ατέλεια.

Χ.Α.Μ: Το βιβλίο είναι αυστηρό. Είναι αυστηρά έμμετρο, έχει αυστηρές ρίμες και δεν θεωρώ ότι έχω αμβλύνει γωνίες. Ο περιορισμός στη συγκεκριμένη περίπτωση λειτούργησε πολύ δημιουργικά. Γενικά θεωρώ πως με τους περιορισμούς λειτουργώ πολύ δημιουργικά, φτάνει να τους έχω θέσει εγώ, να μην μου τους έχει επιβάλει ούτε το σινάφι ούτε το όποιο “κράτος”. Αν σου δώσω μία μπάλα και σε πετάξω μέσα στη Σαβάνα και σου πω παίξε ποδόσφαιρο πώς θα παίξεις; Θα κλωτσήσεις την μπάλα μακριά, θα πας να τη μαζέψεις. Τι θα καταλάβεις; Αν όμως χαράξεις ένα πλαίσιο και βάλεις δοκάρια και βάλεις άλλους 21 μαζί σου υπάρχει παιχνίδι. Υπάρχει νόημα. Ο μέγιστος περιορισμός είναι ότι θα πεθάνουμε, είναι ένας περιορισμός αυτός. Θα υπάρξει ένα τέλος. Και το γεγονός ότι ξέρουμε ότι θα υπάρξει τέλος μας κάνει δημιουργικούς. Πρέπει να κάνουμε πράγματα γιατί κάποια στιγμή θα σταματήσουμε να κάνουμε πράγματα. Οι δυσκολίες είναι αυτές που μας κάνουν καλύτερους.

[…]

Χ.Α.Μ: Εκ πρώτης όψεως το ποίημα είναι ερωτικό. Υπήρξαν κάποια γεγονότα που πυροδότησαν την έναρξη αυτού του βιβλίου. Αλλά γράφοντας συνειδητοποίησα ότι δεν γράφω για έναν έρωτα αλλά γράφω ουσιαστικά απευθύνομαι σε κάποιον. Στην πορεία καταλαβαίνω ότι απευθύνομαι στον καθρέφτη μου. Αλλά όχι στον καθρέφτη του Χρήστου. Ενδεχομένως και στον καθρέφτη ανθρώπων σαν κι εμένα, φανερώνονται διάφορα υπαρξιακά ζητήματα, πράγματα που απασχολούν τη γενιά μου και τα έχω συναντήσει σε άλλους ανθρώπους, απλώς ο έρωτας λειτουργεί ως πεδίο. Δηλαδή ως το κάδρο μέσα στο οποίο εγώ ζωγραφίζω ό,τι θέλω να πω στους όμοιούς μου, στους ανθρώπους σαν κι εμένα.

Οι στίχοι κίνησαν τα νήματα της συζήτησης σε ένα βαθύτερα υπαρξιακό πλαίσιο.

«Τη δόξα εγώ στον έρωτα δεν βρήκα»

Χ.Α.Μ: Το ποίημα ξεκινάει από το ίδιο σημείο και τελειώνει στο ίδιο σημείο. Άρα θα μπορούσε να πει κανείς ότι γίνεται και λίγο κύκλος. Πατάει και λίγο στην έννοια την καβαφική της Ιθάκης, θα έλεγα δηλαδή ότι το ταξίδι έχει σημασία. Το ταξίδι ήταν αρκετά σκληρό, επίπονο και πυκνό στη γραφή του, ήταν ό,τι πιο γρήγορο έχω γράψει, μέσα σε λίγους μήνες. Ενώ το προηγούμενο είχε πάρει περίπου εφτά χρόνια σβήσε-γράψε, το συγκεκριμένο ήταν μία πολύ γρήγορη διαδικασία, όπως κι ο έρωτας. Η Κική Δημουλά λέει ότι «ο έρωτας δεν χρειάζεται χρόνο, η αγάπη χρειάζεται χρόνο, ο έρωτας θέλει επιτάχυνση». Ο έρωτας είναι βασικό συστατικό του ανθρώπου, δεν μπορείς να το αποκόψεις από τον άνθρωπο. Εγώ προσωπικά δεν έχω γνωρίσει κάποιον που δεν έχει ερωτευτεί. Και δεν μιλάμε για τον φτηνό έρωτα, τον σαρκικό, μιλάμε για αυτόν τον έρωτα που σου αλλάζει τη ζωή. Έστω και για λίγο. Αλλά στην αλλάζει.

«Μπήκα με θάρρος στη φωτιά, μα ξαναβγήκα»

Χ.Α.Μ: Συνήθως όταν μπαίνεις στη φωτιά, έχεις άγνοια κινδύνου. Ποιος μπαίνει στη φωτιά; Ο «Καιόμενος» του Τάκη Σινόπουλου μπήκε στη φωτιά πολύ συνειδητά και έμεινε. Προφανώς και δεν βρίσκομαι σε αυτό το σημείο. Είναι και η «φωτιά» ένα θέμα. Όταν ο Προμηθέας έφερε τη φωτιά στους ανθρώπους δεν ήταν μόνο καλά τα αποτελέσματα της πράξης του, αν σκεφτείς ότι ο ίδιος υπέφερε σε κάτι βράχους και τον τρώγανε τα όρνια και ήξερε πως θα υποφέρει. Παρόλα αυτά έδωσε τη φωτιά, έστω κι αν ήξερε ότι θα τιμωρηθεί. Μπορεί στο πέρασμα του χρόνου όντως η φωτιά να ήταν η μεγαλύτερη ανακάλυψη, αλλά έφερε και πάρα πολύ πόνο.

«Τώρα τυφλός θα επιστρέψω εκεί που ανήκα»

Χ.Α.Μ: Ο Οιδίποδας τυφλώθηκε επειδή έμαθε την αλήθεια. Για μένα η αλήθεια και ως δημοσιογράφος είναι ένα ζητούμενο. Είναι ύψιστο αγαθό ακόμη κι αν σε τυφλώσει, σε πονέσει, σε δυσαρεστήσει, νομίζω πως αν μείνεις πιστός στην αλήθεια στο τέλος δικαιώνεσαι κι εσύ και η αλήθεια.

«Χωρίς ανάμνηση η ζωή δεν προχωράει»

Χ .Α.Μ: Ναι, είναι αλήθεια, αλλά προσοχή. Αν η ανάμνηση γίνει αλυσίδα που σε κρατάει καθηλωμένο, υπάρχει πρόβλημα. Σε κρατάει πάντα πίσω. Αν δεν ξέρεις όμως ούτε από πού ξεκίνησες ούτε τι προηγήθηκε πριν από εσένα δεν μπορείς να φτάσεις και πολύ μακριά. Η Κατερίνα Γώγου έλεγε «Οι ρίζες είναι για να βγάζουμε κλαδιά και όχι να επιστρέφουμε σ’ αυτές». Πρέπει να έχουμε επίγνωση της ατομικής και συλλογικής μνήμης αλλά δεν πρέπει να παραμένουμε δέσμιοι και να ζούμε μέσα από το παρελθόν. Φαντάσου να σβηστεί ολόκληρη η μνήμη σου. Όπως την ταινία του Μίτσελ Γκοντρί “Η αιώνια λιακάδα ενός μυαλού”. Όταν Τζιμ Κάρρει αρχίζει να καταλαβαίνει τι πάει να κάνει, προσπάθησε να σώσει την παρτίδα. Είναι επικίνδυνο. Αν δεν έχεις μνήμη είσαι χειραγωγήσιμος από εκείνον που έχει τη μνήμη.

«Να μ’ αγαπήσεις και να σβήσεις το σημάδι»

Χ.Α.Μ: Όσο μεγαλώνουμε περνάμε από διάφορες δυσκολίες και γεμίζουμε σημάδια. Ψυχικά. Όταν έρχεται η αγάπη, έρχεται να αποδεχτεί τα σημάδια, τα ελαττώματά σου. Η άδολη αγάπη αυτό είναι. Άρα παύουν να είναι και σημάδια. Παύουν να έχουν νόημα ως ένα μαρκάρισμα είτε στην ψυχή είτε στο σώμα. Όταν δεν αγαπάς τον εαυτό σου και ξαφνικά τον αγαπήσεις παύουν να υπάρχουν και τα σημάδια, δεν λειτουργούν, τακτοποιούνται. Είναι γεγονός ότι η γενιά μας απέκτησε από νωρίς πάρα πολλά σημάδια που δεν μπορούν να γίνουν εύκολα αντιληπτά από τους παλαιότερους, έχει πάρα πολλές πληγές, είναι μία περίεργη γενιά. Λαμβάνει από τη μία μηνύματα προοδευτικά, από την άλλη μηνύματα περιοριστικά, συντηρητικά και βρίσκεται κάπου στη μέση. Μην ξεχνάς, η δική μας η ηλικία έζησε μία κατάσταση χωρίς ιντερνέτ και πληροφόρηση, χωρίς δηλαδή ουσιαστικό παράθυρο στον κόσμο. Και από την άλλη μας δόθηκε η ασύδοτη πρόσβαση. Πώς μπορεί να το διαχειριστεί κάποιος που δεν έχει μάθει να το διαχειρίζεται; Τουλάχιστον στην αρχή κάπου μπερδευτήκαμε λίγο. Νιώσαμε την ελευθερία αλλά πολύ σύντομα καταλάβαμε ότι αυτή η ελευθερία δεν είναι πραγματική. Είναι μία φασματική ελευθερία. Φαινομενική. Καταλάβαμε ότι τα δεσμά απλά αλλάξανε μορφή. Ναι μεν μπορείς να πεις την άποψη σου ελεύθερα αυτό δεν σημαίνει ότι θα παίξει και κάποιο ρόλο η άποψή σου. Η δική σου άποψη χάνεται μέσα στις εκατομμύρια απόψεις των άλλων. Μέχρι τα 18 ήμασταν μια γενιά που δεν είχε εύκολα ταξιδέψει. Τώρα όλοι μπορούν να ταξιδέψουν να αποκτήσουν παραστάσεις. Είμαστε λίγο μπερδεμένη γενιά. Ζήσαμε την ευμάρεια της μεταπολίτευσης στην Ελλάδα και ήρθαν ξαφνικά κάποια γεγονότα, όπως η κρίση του ’09 στην Ελλάδα και του ’13 στην Κύπρο και μας ανέτρεψαν κάποια δεδομένα. Άρα έπρεπε να ξεκινήσουμε από την αρχή να στήνουμε τις αντοχές μας.

Αυτά και άλλα υπαρξιακά ζητήματα ρίξαμε στο τραπέζι με τον Χρήστο Α. Μιχαήλ εκείνο το βράδυ. Δεν εξαντλούνται όμως σε λευκές σελίδες Α4 οι συζητήσεις γύρω από τη γραφή και τις ανεκπλήρωτες επιθυμίες. Η άκρως γοητευτική και συνάμα κοφτερή σαν λεπίδα εξομολόγηση των Τριών Τελειών δίνει το έναυσμα για να αντικρίσουμε τον εαυτό μας στον καθρέφτη και να αποδεχτούμε τις πληγές και τα λάθη μας. Ο μονόλογος δεν χαρίζεται σε κανέναν. Σφίγγει το στομάχι, γίνεται κόλαφος σε όσους πιστέψαμε πως μπορούμε εύκολα να ξεχνάμε και να προσπερνάμε ό,τι μας πόνεσε, ό,τι μας γοήτευσε, ό,τι μας οδήγησε σε αδιέξοδο. Μας οδηγεί στη συνδιάλεξη με το εγώ μας.

*Πρώτη δημοσίευση Κυπριακός Χρονογράφος.

Quote

Leave a Reply

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Twitter picture

You are commenting using your Twitter account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s