Ο ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΟΥΝΙΟΣ ΓΡΑΦΕΙ ΣΤΗΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΑΛΗΘΕΙΑ ΓΙΑ ΤΙΣ ΤΡΕΙΣ ΤΕΛΕΙΕΣ

Συγκλονιστικός διάλογος που, στιγμές- στιγμές, παίρνει και τη μορφή μονολόγου, ή συγκλονιστικός μονόλογος που, στιγμές-στιγμές, παίρνει και τη μορφή διαλόγου, γλωσσικός Πακτωλός που κολυμπάς, διστακτικά στην αρχή καταιγιστικά στη συνέχεια, στα νερά του, εκπληκτικός συνδυασμός λιτότητας και πυκνότητας, ομοιοκαταληξία σε επίπεδα κομψοτεχνήματος κι ένας ποιητής σπαρακτικά ειλικρινής διατρέχουν αυτή την ποιητική σύνθεση, η οποία σημαδεύει τον αναγνώστη, αφήνοντας στην καρδιά και στην ψυχή του έντονα αχνάρια.

Ο ποιητής, καταποντίζεται βαθιά, μα πολύ βαθιά, στο ερωτικό και υπαρξιακό πέλαγος ίσως, μάλιστα, χωρίς μποτίλια οξυγόνου, ενώ ταυτόχρονα βαδίζει επί ξυρού ακμής: ο απολογισμός συναντά την αυτογνωσία, η αυτογνωσία κοιτάζεται, άλλοτε πρόθυμα και άλλοτε απρόθυμα, στον καθρέφτη, η αυθεντικότητα κόβει σαν λεπίδα.

Σε ποιον απευθύνεται, άραγε, ο ποιητής;

Καταρχάς, στον εαυτό του – συνομιλία που ξετυλίγεται σαν χρυσή κλωστή. Έπειτα, στη γενιά του, στο πλήθος των ανέκφραστων ανθρώπων οι οποίοι σταυρώνουν τον δρόμο αναζητώντας, ενδόμυχα, κάποιο κρυμμένο νόημα, στο κορίτσι του, γιατί όχι και σε ένα άγνωστο κορίτσι που περιμένει, στην καφετέρια, το αμόρε της, πιθανότατα και σε φίλους του που τους κατάπιε η δίνη του χρόνου ή που επέλεξαν διαφορετικές διαδρομές. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, η ποίηση του Χρήστου Α. Μιχαήλ απευθύνεται σε κοινό αξιώσεων, δεν είναι διόλου εύκολο να χωρίσεις την ήρα από το στάρι κι αυτή, κατά τη γνώμη μου, είναι η κεντρική αρετή ενός ποιητικού έργου το οποίο, πραγματικά, φεγγοβολάει.

Τη συλλογή διαποτίζει η ευαισθησία – ακόμα κι εκεί όπου διακρίνεις τραχύτητα ξέρεις σίγουρα ότι, στο επόμενο δίστιχο, θα λάμψει, ξανά, το βελούδο της τρυφερότητας, οι δε απορίες του ποιητή είναι και δικές σου: τις νιώθεις έντονα, καθώς σε μαστιγώνουν σαν ηλεκτρικές εκκενώσεις.

«Μιλάς σιγά άλλοτε δεν μιλάς καθόλου/δοκιμασμένος ο βυθός μου στον βυθό/μα η σιωπή στάζει το αίμα αποστόλου/που δεν εννόησε το κίνητρο του ρόλου/και με το φως επιχειρεί να φοβηθώ/Ξέρω το φως κρύβει το νόημα του όλου/Χωρίς ανάμνηση η ζωή δεν προχωράει/μα η ανάμνηση ζητά να πληρωθεί/βάζει στην τσέπη την παλάμη (αν χωράει)/και ψαχουλεύει, ψαχουλεύει όσο γερνάει/κάνει ταμείο και ζητά να αθωωθεί/με κάτι μνήμες μεροδούλι-μεροφάι/Ζωή σε τίτλους και το αίσθημα πλαγίως/όσο μιλήσαμε, μιλήσαμε σωστά/με τα εμπόδια να χτυπάνε υπογείως/και τον αντίκτυπο να φαίνεται αστείος/μπροστά στου έρωτα τους μυς και τα οστά/που χτίζουν σώμα να γλεντήσει κάποιος βίος».

Ψηφιδωτό ερωτήσεων, μωσαϊκό επιθυμιών που είτε εκπληρώθηκαν είτε έμειναν ανεκπλήρωτες, και σαγηνευτικών εξομολογήσεων είναι οι «Τρεις Τελείες» οι οποίες, εν κατακλείδι, δραπετεύουν από τη φυλακή των σημείων στίξεως ή παραμένουν εκεί! Μην απορείτε για την αντίφαση.

Λες και δεν έχουμε μάθει όλοι, ειδικά οι ποιητές, ότι η αντίφαση είναι η αφετηρία της τέχνης.

*Πρώτη δημοσίευση εφημερίδα «Αλήθεια».

Quote

Leave a Reply

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Twitter picture

You are commenting using your Twitter account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s