Είναι μέρες εκεί και περιμένει. Τι περιμένει; Δεν ξέρω κι ίσως ποτέ δεν θα ανακαλύψω κι ίσως στ’ αλήθεια να μην έχει καμία σημασία ή νόημα τελικά, όμως πατάω το κουμπί του ασανσέρ η ώρα τρεις τη νύχτα και κατεβαίνω να το βρω. Είναι ακόμα εκεί, όπως και χθες, όπως προχθές και τίποτα δεν δείχνει να του ‘χει αλλάξει θέση, ακουμπισμένο πάνω σ’ αυτό που κάποτε υπήρξε, εκεί που όλοι βάζουμε όσα πράγματα θέλουμε να ξεφορτωθούμε, να τα πάρει κάποιος άλλος, να μην πάνε χαμένα, κάπως να σωθούν αν θα μπορέσουν.
Ακουμπισμένο εκεί αυτό το μαύρο το παλτό, μερόνυχτα ως τώρα, δεν μπορεί, κάποιον θα περιμένει. Η ιστορία λίγο-πολύ προβλέψιμη, όπως όλα όσα ακουμπούν και όσα κουμπώνουν και μας τυλίγουν έστω για λίγο σ’ αυτήν εδώ την πολυκατοικία. Ήταν ψηλός, σίγουρα ψηλός, το νούμερο το μαρτυρά και ίσως κάπως εύσωμος, περισσεύει στα μαζεμένα σαν το δικό μου σώματα. Ναι, το δοκίμασα, δεν θα στο κρύψω, να δω αν μου κάνει, αν χωράω μέσα του κι αυτό μες στη μορφή μου, σ’ έναν καθρέφτη ολόσωμο να κοιταχτώ στην είσοδο όπως μπαίνουμε αριστερά, όπως ταιριάζει σε κάθε πολυκατοικία σαν τη δικιά μου να ‘χει έναν καθρέφτη.
Παράξενη πολυκατοικία, κάποτε ίσως ήταν νοσοκομείο, ίσως πάλι κάποιο συγκρότημα γραφείων, πάντως φιλοξενούσε κόσμο κι είχε δωμάτια πολλά που τώρα γίναν σπίτια για να στεγάσουν τις ζωές μας. Ίσως πάλι να υπήρξε πάντα μια υπόσχεση από εκείνες που ξεκινούν με τις καλύτερες προθέσεις και καταλήγουν πάρεργο της ίδιας της ζωής. Οι σκοτεινοί διάδρομοι μοιάζουν σαν αρτηρίες που πάνε το αίμα πίσω, χρωματιστό και σκοτεινό και λερωμένο απ’ όσα έχει συναντήσει μέχρι τώρα. Μα πόσο πίσω μπορεί να πάει αυτό το αίμα; Σκοτάδι εδώ, σκοτάδι εκεί, κι ένας χαμηλοτάβανος διάδρομος που φέρνει τις ζωές τη μια δίπλα στην άλλη, μα τόσο μακριά, μα τόσο απόκοσμα και ξένα τη μία με την άλλη. Δεν είναι τούβλα και μπετό, είναι μια πόλη ολόκληρη αυτό το κτίσμα, μια ζωντανή υπόσταση που προσπαθεί για κάτι άλλο, μα τι άλλο, δεν το κατάλαβα ποτέ. Τι είναι το άλλο; Κανείς μας μέχρι τώρα δεν έχει στ’ αλήθεια ανακαλύψει. Λες κάποτε εγώ;
Μα είμαι εδώ, τρεις και μισή μέσα στη νύχτα, φορώντας αυτό το σκούρο πανωφόρι πάνω απ’ τις πιτζάμες, ένα παλτό που κάποτε ζέσταινε ένα άλλο σώμα, ξένο, που ζέσταινε με τη σειρά του μια άλλη ψυχή και ίσως ένα ακόμα σώμα πιο υγρό, πιο δυνατό και πιο μεγάλο και ίσως-ίσως πιο σοφό μέσα στα χρόνια αυτής της διάστασης που ονομάζουμε ζωή, ένα παλτό χρώματος μαύρου που δεν μπορώ παρακάμψω μια τέτοια νύχτα που η άνοιξη πλησιάζει και οι νεραντζιές στο πεζοδρόμιο ανθίζουν απ’ άκρη σ’ άκρη αυτής της πόλης. Ο από κάτω γείτονας έχει ανοίξει την τηλεόραση και παίζει δυνατά μια τόσο αδιάφορη σειρά μέσα σ’ αυτή τη νύχτα, τόσο που θέλησα να ανοίξω, και να φωνάξω και τελικά να πάρω τα σκαλιά και να κατέβω με την ορμή μου να χτυπά μέσα στο στήθος και τον ιδρώτα να φυλάει τις δυνάμεις για ένα καλοκαίρι που ίσως δεν θα ‘ρθει όσο κι αν θέλω, όσο κι πάλεψα γι’ αυτό στο παρελθόν. Οι σκοτεινοί διάδρομοι δεν με τρομάζουν πια, παίρνω τους φίλους βόλτα και ξεναγώ τα αισθήματα ανακαλώντας τις εκρήξεις, δίπλα σε πόρτες και κάτω από λάμπες που έχουν χάσει τη ζωντάνια της πρώτης τους φοράς.
Έτσι θυμάμαι κι εσένα, μ’ αυτό το μαύρο σου παλτό και το μακρύ κασκόλ σε μια βραδιά που δύσκολα μπορώ να κατατάξω, μετά από κρασί και ουίσκι και λίγο άρωμα στο ιδρωμένο δέρμα ενός παράξενου χειμώνα, μετά από εκείνο το φιλί που ερχόταν ως υπόσχεση και τη φορά κάποιας τροχιάς αντίθετης στο μέλλον. Φράσεις και λέξεις και αποσιωπητικά που γνώρισα από άλλους, τώρα μου δείχνουν την αλήθεια σ’ ένα χάδι. Και τα σκαλιά ένας γκρεμός για το ζεστό μου σώμα. Και το ασανσέρ ένας βυθός για να θυμάμαι ακόμα. Και το παλτό στο θυρωρείο ένα απομεινάρι ξένο μα αισθητό, ένα δικό σου λείψανο που δεν είναι δικό σου, μα πρέπει, μα μπορεί, μα επιβάλλεται να φέρει κάτι από τη μυρωδιά σου μια τέτοια νύχτα που δεν μπόρεσα να παρακάμψω τα απαραίτητα, όσο απαραίτητα κι αν ήταν δεν με νοιάζει, μια τέτοια νύχτα που η άνοιξη πλησιάζει κι εσύ είσαι αλλού και οι διάδρομοι δίνουν τη σκοτεινιά απλόχερα, τόσο απλόχερα που ίσως φοβάμαι κι οι νεραντζιές παίζουν αδίστακτα τη μνήμη σε επανάληψη κι αυτό το μαύρο σου παλτό παρατημένο σαν υπόσχεση σ’ αυτό το θυρωρείο.
[…] καταφέρει να χτίσω εντός της λίγες πλην πολύτιμές νυχτερινές μνήμες υπό το φως του φεγγαριού που έμπαινε από το παράθυρο […]
LikeLike
[…] καταφέρει να χτίσω εντός της λίγες πλην πολύτιμές νυχτερινές μνήμες υπό το φως του φεγγαριού που έμπαινε από το παράθυρο […]
LikeLike