
Ο θάνατος του Νίκου Παναγιωτόπουλου ήρθε μετά από εκείνον του David Bowie και κούμπωσε. Ήρθε να σφραγίσει το γεγονός ότι το 2016, φορτωμένο με τα απωθημένα των προηγούμενων ετών, όπως και κάθε νέο έτος, δεν μπήκε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Η παγκόσμια Τέχνη μετρά ήδη την πρώτη μεγάλη της απώλεια και η δική μας, μισή ιδιωτική και μισή δημόσια ελληνική Τέχνη, τη δικιά της. Ο σκηνοθέτης που αγάπησε την Αθήνα σαν να ‘τανε δική του, την αντιμετώπισε ως πεδίο παθών, μαχών και προσωπικού δράματος, τη φιλτράρισε μέσα από τον φακό του και μετέφρασε τα ανθρώπινα συμπλέγματά της σε σκηνές πάνω στην οθόνη, δεν είναι πια εν ζωή.
Ποιος ήταν ο Νίκος Παναγιωτόπουλος; Γεννηθείς τον Νοέμβριο του 1941 στη Μυτιλήνη, άρα ετών 74, ήταν ένας από τους πιο αναγνωρισμένους σκηνοθέτες τού, άλλοτε ευφυούς και άλλοτε ατροφικού ή μουδιασμένου, ελληνικού κινηματογράφου. Σπούδασε σκηνοθεσία κινηματογράφου στην Αθήνα και ξεκίνησε την καριέρα του ως βοηθός σκηνοθέτη σε ελληνικές και ξένες παραγωγές. Από το 1960 μέχρι το 1973 έζησε στο Παρίσι, όπου παρακολούθησε μαθήματα κινηματογράφου στο ινστιτούτο Φιλμολογίας της Σορβόνης, ενώ την ίδια περίοδο συνήθιζε να περνά τον χρόνο του στην Cinémathèque Française, τη γαλλική ταινιοθήκη όπου κατέχει ένα από τα μεγαλύτερα αρχεία ταινιών στον κόσμο. Σύχναζε, επίσης, σε καφενεία, τα οποία λάτρεψε σχεδόν ιερατικά.
Το 1973 επέστρεψε στην Αθήνα, πόλη που αποτέλεσε τον άξονα αναφοράς και μόνιμο φόντο των ταινιών του. Από το 1974 ουσιαστικά σκηνοθέτησε την ίδια την πόλη και τους ανθρώπους της ξανά και ξανά σε θεματικά φιλμ, τα οποία κατά περίπτωση προσεγγίζουν «ζητήματα ερωτικής αυταπάτης και φθοράς των ανθρωπίνων σχέσεων». Στην πραγματικότητα πέρασε στις οθόνες μας και ανέδειξε την άλλη πλευρά της ίδιας ζωής μιας κοινωνίας που ξέρει τα ένστικτά της και ζει παράλληλα με αυτά∙ άλλοτε εις βάρος τους. Αυτός, ο Νίκος Παναγιωτόπουλος, υπέστη καρδιακό επεισόδιο λίγο μετά τα μεσάνυχτα της περασμένης Τρίτης. Θνητός και φθαρτός και σάρκινος όπως οι ήρωές του.
Υπήρξε άραγε σκηνοθέτης που να αγάπησε την Αθήνα τόσο, όσο εκείνος; Δεν υπάρχει μέτρο για την αγάπη, μόνο πράξεις που για άλλους σημαίνουν τα πάντα και για άλλους περνούν και δεν αγγίζουν. «Οι άνθρωποι φαντασιώνονται ότι η πρωτεύουσα της Ελλάδας είναι το Λονδίνο, το Άμστερνταμ, το Παρίσι… Εμένα η πόλη μου είναι η Αθήνα. Και την αγαπώ. Γιατί σε κάθε γωνιά του δρόμου, έχω μιαν ανάμνηση», είπε σε μια συνέντευξή του.
Όπως έγραψε πολύ πετυχημένα ο συγγραφέας Διονύσης Μαρίνος στο Protagon.gr για τον σκηνοθέτη, «ήταν για την Αθήνα ό,τι ο Γούντι Άλεν για τη Νέα Υόρκη. Ο υμνωδός της, που δεν παραγνωρίζει τις ασχήμιες της. Α, βέβαια, διότι ο Νίκος Παναγιωτόπουλος στεκόταν πάντα, ως άλλος ήρωας του Ντοστογιέφσκι, εκστατικός και έκθαμβος μπροστά στην ομορφιά – “είναι αίνιγμα η ομορφιά”. Το έχει γράψει ο Ρώσος συγγραφέας στον “Ηλίθιο”, αλλά το έχει πει κι ένας ήρωάς του στο “Κουράστηκα να σκοτώνω τους αγαπητικούς σου” (2002). Ίσως γι’ αυτό οι κατά καιρούς πρωταγωνίστριές του, μέσα από τον δικό του φακό/πρίσμα/θέαση εμφανίζονται στο πανί θελκτικές, χυμώδεις, γήινες και σάρκινες. Αθήνα, περιπέτειες, ταινίες, βιβλία. Αυτές ήταν οι σταθερές του Νίκου Παναγιωτόπουλου».
Ο Νίκος Παναγιωτόπουλος δεν αγαπούσε την κανονικότητα στο ανθρώπινο γένος. Ήταν της εξαίρεσης, της ασυνέχειας και του σφάλματος. «Οι τρικλοποδιές στους χαρακτήρες με ενδιαφέρουν περισσότερο από τους ίδιους τους χαρακτήρες. Άλλωστε, οι ήρωες ενός βιβλίου ή μιας ταινίας δεν είναι πραγματικοί άνθρωποι, αλλά πειραματικά “εγώ”», έλεγε, ενώ θεωρούσε την ομορφιά «σπάνια», όπως όλα τα αριστουργήματα που υπάρχουν στην Τέχνη, χαρακτηριστικό που, όπως υπογράμμισε, μας κάνει να τη θαυμάζουμε. Παρά την αίσθηση που δίνουν οι ταινίες του ότι αναζητούν τις βαθύτερες αιτίες ενός ελαττωματικού όντος, όπως ο κοινωνικός και αστικός άνθρωπος, ο ίδιος επέμενε ότι κάνει ταινίες για την επιφάνεια των πραγμάτων, παίρνοντας το μέρος της ζωής, αντί για το μέρος της Τέχνης. Αγάπησε τις αντιθέσεις και ίσως αγαπήθηκε από αυτές. Άραγε να έζησε και μέσα τους;
Ποια ήταν όμως η επιθυμία που τον οδήγησε στο να γυρίσει τις ταινίες που γύρισε, με τον τρόπο που τις γύρισε; Όπως είπε κάποτε, «η καταγωγή της επιθυμίας είναι ένα σκοτεινό πράγμα. Δεν νομίζω ότι μπορείς να την ανακαλύψεις, αλλά έχω την εντύπωση ότι τα υπόγεια φταίνε, αυτά με φέρανε στον χώρο της τέχνης. Το υπόγειο του κινηματογράφου Άστυ, όπου γίνονταν οι προβολές της ταινιοθήκης της Ελλάδας και το υπόγειο του Κουν. Ήταν δύο χώροι που αισθανόσουν μια ιερότητα κατεβαίνοντας σε αυτούς».
Είχε δηλώσει «χαρούμενος πεσιμιστής», ένας άνθρωπος που δεν πιστεύει σε τίποτα. Πώς είναι δυνατόν ένας άνθρωπος σαν το Νίκο Παναγιωτόπουλο να μην πιστεύει σε τίποτα; Αυτό, όπως είχε πει, δεν τον εμπόδιζε να περνά την καθημερινή του ζωή ευφρόσυνα και χαρούμενα, «κι ας ξέρω ότι αυτό που μας περιμένει είναι κάτι κοινό και σκανδαλώδες». Εμπιστευόταν το ένστικτο του θεατή και πολλές φορές φέρθηκε κατά των κριτικών κινηματογράφου και της λεγόμενος «πιάτσας». Επένδυε στους θεατές, στηριζόταν πάνω τους κι ας μην του βγήκε πάντα. Εξάλλου, δεν είναι όλοι οι θεατές το ίδιο, δεν είμαστε όλοι ίδιοι, δεν έχουμε ίδιες ζωές και ίδιες παραστάσεις, ούτε την ίδια σχέση με τους άλλους. «Αυτοί που πλήττουν στις ταινίες έχουν μια πληκτική ζωή», είχε πει με σιγουριά. Μπορεί να είναι κι έτσι. Εξάλλου, εκείνος έφυγε, όπως όλοι θα φύγουμε κάποια στιγμή, είτε δημιουργήσαμε είτε όχι, είτε πλήξαμε είτε όχι. Οι ταινίες του θα μείνουν για πολύν καιρό ακόμα κι αυτό είναι ένα μικρό κέρδος.
Η φιλμογραφία του:
Τα Χρώματα της Ίριδος (1974), Οι Τεμπέληδες της Εύφορης Κοιλάδας (1978), Μελόδραμα; (1981), Βαριετέ (1985), Η Γυναίκα που Έβλεπε τα Όνειρα (1988), Ονειρεύομαι τους Φίλους μου (1993), Ο Εργένης (1997), Αυτή η Νύχτα Μένει (1999), Beautiful People (2001), Κουράστηκα να Σκοτώνω τους Αγαπητικούς σου (2002), Delivery (2004), Αγρύπνια (2005), Πεθαίνοντας στην Αθήνα (2006), Αθήνα – Κωνσταντινούπολη (2008), Τα Οπωροφόρα της Αθήνας (2010), Δεσμά Αίματος (2012), Η Λιμουζίνα: κωμωδία παρεξηγήσεων (2013), Η Κόρη του Ρέμπραντ (2015).
*Πρώτη δημοσίευση Ηδύφωνο, εφημερίδα Σημερινή.