ΜΕ ΙΕΡΑΤΙΚΗ ΠΡΟΣΗΛΩΣΗ ΣΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙ

manos-xatzidakis

Βρέθηκα στη συναυλία του Βασίλη Λέκκα και της Παυλίνας Κωνσταντοπούλου με τραγούδια του Μάνου Χατζιδάκι, στη Λεμεσό και το απόλαυσα πολύ.

Την Τρίτη 10 Νοεμβρίου το θέατρο Ριάλτο της Λεμεσού, συνεπές ως προς το προφίλ που διατηρεί εδώ και χρόνια ως πυρήνας πολιτισμού σε μια δύσκολη εποχή για τον ίδιο τον πολιτισμό, φιλοξένησε τον Βασίλη Λέκκα και την Παυλίνα Κωνσταντοπούλου σε ένα πρόγραμμα με τραγούδια του Μάνου Χατζιδάκι. 

Ο κόσμος που συνέρρευσε ήταν αυτός που θα περίμενε κανείς: Όλες οι ηλικίες, όλα τα κοινωνικά στάτους, όλες οι διαθέσεις. Η πρόθεση ήταν μία και δεν είναι διόλου ευκαταφρόνητη. Όχι απλώς να ακούσει τραγούδια του Χατζιδάκι, ούτε να αδράξει την ευκαιρία να παρευρεθεί σε μια συναυλία του Βασίλη Λέκκα. Ούτε καν απλώς να γεμίσει την Τρίτη του με μία «τυχαία» παράσταση. Ο κόσμος του Ριάλτο εκείνο το βράδυ συγκρότησε μια παλέτα που θα μπορούσε κανείς να πει ότι αντανακλά το διαχρονικό κοινό του συνθέτη, εκείνο που ακούει και δεν μιλά όταν δεν έχει κάτι να πει, εκείνο που απορροφά όσα συμβαίνουν μέσα στον χώρο σαν σφουγγάρι και απορροφάται από αυτά. Το κοινό αυτό είδε κι άκουσε πολλά τραγούδια και λίγα λόγια. Εξάλλου, ο Βασίλης Λέκκας δεν μας έχει συνηθίσει στα πολλά λόγια. Πάντα δωρικός, πάντα συνεπής, πάντα αυστηρός με τον ρόλο του ως ερμηνευτής των μεγάλων συνθετών, όχι μόνον του Χατζιδάκι.

Τι είδαμε λοιπόν στο Ριάλτο; Είδαμε ένα ψηφιδωτό, ενδεχομένως με τα καλύτερα τραγούδια του Μάνου Χατζιδάκι, μάλλον τα πιο δημοφιλή, εκείνα που επί δεκαετίες έχουν καταφέρει να επιβιώσουν στις συνειδήσεις σχεδόν κάθε ακροατή που αγαπά την τέχνη και όχι την τεχνική στο τραγούδι, που αγαπά την αλήθεια και όχι την εικόνα αυτού του κόσμου. Από το «Πάμε μια βόλτα στο φεγγάρι» και το «Πέλαγο είναι βαθύ», μέχρι το «Κεμάλ» και το «Χάρτινο το φεγγαράκι», από την «Μπαλάντα των αισθήσεων και των παραισθήσεων» μέχρι την «Πορνογραφία», το πρόγραμμα περνούσε από το προσωπικό αίτημα στο συλλογικό και πάλι πίσω, όχι ακροβατώντας, αλλά πατώντας σταθερά κάθε στιγμή.

Ο Βασίλης Λέκκας με την Παυλίνα Κωνσταντοπούλου ήταν στο επίκεντρο, με τρεις εξαιρετικούς μουσικούς να τους πλαισιώνουν: τον Βάσο Αργυρίδη στο πιάνο και στην καλλιτεχνική διεύθυνση, τον Κώστα Χαλλούμα στο κοντραμπάσο και τον Θεόδωρο Κρασίδη στο φλάουτο. Τα τραγούδια, τόσο από τους δύο τραγουδιστές, όσο και από τους μουσικούς, ερμηνεύτηκαν με σχεδόν ιερατική προσήλωση, με τους ρόλους που επιτάσσει ο στίχος να διαδέχονται ο ένας τον άλλο σε πλήρη αρμονία.

Ο Βασίλης Λέκκας, γήινος, αρχέγονος, με το σώμα του να τραγουδά μαζί με τη φωνή του, έμοιαζε να μην τραγουδάει για κανένα κοινό, έμοιαζε να γίνεται ένα με τα τραγούδια, να έχει αφομοιώσει εδώ και αιώνες τα αρχέγονα και τα ονειρικά σημάδια του Μάνου Χατζιδάκι. Έμοιαζε να τραγουδάει τα ένστικτα ενός Ελληνισμού που άλλοτε μπορούσε και δεν ήθελε, και άλλοτε ήθελε και δεν μπορούσε, πάντα με αναφορά σε έναν έρωτα που ποτέ δεν πήγε στράφι, πότε εσωστρεφής και υπαινικτικός, πότε περισσότερο εξωστρεφής απ’ ό,τι ενδεχομένως να έπρεπε ή που ενδεχομένως έχουμε συνηθίσει∙ εν πάση περιπτώσει, έτσι είναι ο Βασίλης Λέκκας. Ποτέ ωστόσο ασυνεπής. Στα σπουδαία της βραδιάς δεν θα μπορούσαν να μη συγκαταλέγονται οι παλληκαρίσιες ερμηνείες στο «Είμαι αητός χωρίς φτερά», στον «Γκρεμό», αλλά και στον πυκνότατο νοημάτων «Τσάμικο».

Από την άλλη μεριά, η Παυλίνα Κωσνταντοπούλου, έχοντας ισοβαρή ρόλο στο πρόγραμμα, έγινε πότε το ερωτευμένο κορίτσι στο «Πες μου μια λέξη» και πότε η ίδια η «Μαριάνθη των ανέμων», με τα πάθη και τα λάθη και τις επιλογές που έχουν οι ηρωίδες των τραγουδιών του Χατζιδάκι, πάντα δίπλα και πάντα μέσα σε αυτά που έχουμε ζήσει, ζούμε και θα ζήσουμε ανταποκρινόμενοι στα καλέσματα του ίδιου μας του εαυτού.

Το πρόγραμμα ξεκίνησε με το «Μια πόλη μαγική», που πρωτοακούσαμε από τη Ζωή Μάγγου το 1954 στους τίτλους της ταινίας «Μαγική Πόλις», σε σκηνοθεσία Νίκου Κούνδουρου, και τελείωσε (με το πατροπαράδοτο ανκόρ) με την «Αθανασία», ενώ το κοινό έμοιαζε να μην έχει χορτάσει. Πώς θα μπορούσε άλλωστε; Από το 1944 που πρωτοεμφανίστηκε ως συνθέτης, 19 ετών, στο Θέατρο Τέχνης του Κάρολου Κουν, μέχρι το 1994 που έφυγε από τη ζωή, αλλά και μέχρι σήμερα 21 χρόνια μετά τον θάνατό του, ο Μάνος Χατζιδάκις δεν έλειψε στιγμή από τις μικρές και τις μεγάλες μέρες ενός λαού, ο οποίος πάντα έψαχνε την άκρη του νήματος στο φως και πάντα την έβρισκε στις στιγμές της μεγάλης του αθωότητας, εκεί που ο καθένας είναι ο εαυτός του μακριά από τις συμπληγάδες ενός παράλογου κόσμου.

*Πρώτη δημοσίευση, Ηδύφωνο.

Quote

Leave a Reply

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Twitter picture

You are commenting using your Twitter account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s