Παρακολουθώντας το debate των πολιτικών αρχηγών που διεξήχθη την περασμένη Πέμπτη στην Ελλάδα, δεν καταφέραμε να μάθουμε σχεδόν τίποτα καινούργιο. Ούτε για τις θέσεις των πολιτικών για τα κρίσιμα ζητήματα της χώρας, ούτε για τις προθέσεις τους σχετικά με τις μετεκλογικές συνεργασίες και την εθνική συνεννόηση, ούτε για το όραμά τους, ούτε για τον τρόπο με τον οποίο φέρονται και πολιτεύονται. Επίσης, δεν μάθαμε τίποτα καινούργιο από τη μεριά των δημοσιογράφων.
Καμία έκπληξη στα ερωτήματα που ετέθησαν, καμία ανατροπή στις διευκρινιστικές ερωτήσεις, καμία διάθεση για να ξεκαθαρίσει το τοπίο για όσα απασχολούν το εκλογικό σώμα. Τι θα μπορούσε άλλωστε να γίνει; Οι όροι που συμφωνήθηκαν από τη διακομματική επιτροπή ήταν τόσο σφιχτοί και άκαμπτοι, που αν τελικά προέκυπταν «ειδήσεις», θα επρόκειτο για τεράστια έκπληξη. Παρ’ όλο που οι χρόνοι δεν έγιναν σεβαστοί και παρ’ όλο που υπήρξαν εντάσεις, όλα παρέμειναν στο πλαίσιο μιας κανονικότητας, που στήθηκε εξαρχής για να λειτουργήσει περιοριστικά.
Μονόλογος αντί διαλόγου
Μάθαμε ωστόσο κάτι διά στόματος του συντονιστή της βραδιάς, του αγχωμένου και νευρικού Πάνου Χαρίτου της ΕΡΤ, κάτι που πέρασε στα ψιλά: ότι όσοι από τους τηλεθεατές επιθυμούσαμε, μπορούσαμε (αν θέλαμε) να στέλνουμε μέσω twitter ερωτήσεις και σχόλια, χρησιμοποιώντας το hashtag #ERTdebate2015. Θα είχαμε λοιπόν την ευκαιρία να θέσουμε ερωτήματα απευθείας στους αρχηγούς; Η απάντηση υπό τη μορφή διευκρίνισης ήρθε από τα χείλη του Χαρίτου δύο δευτερόλεπτα μετά, για να μας προσγειώσει στην πραγματικότητα: μπορούσαμε να στέλνουμε ό,τι θέλαμε αλλά… αυτά δεν θα διαβάζονταν, ούτε θα χρησιμοποιούνταν με κάποιον τρόπο. Εμείς ωστόσο θα μπορούσαμε να στέλνουμε…
Στον δυτικό ανεπτυγμένο κόσμο στον οποίο θέλουμε να ανήκουμε εν έτει 2015, η τεχνολογία έχει δώσει τη δυνατότητα στον κάθε πολίτη να συμμετέχει στον δημόσιο διάλογο, να διαμορφώνει τα διακυβεύματα στις εκλογικές διαδικασίες, δίνοντας έτσι πόντους στην ελευθερία του λόγου και τελικά την ίδια τη δημοκρατία. Ωστόσο, πολιτικοί αρχηγοί και οι δημοσιογράφοι στην Ελλάδα επέλεξαν, γι’ άλλη μια φορά, ουσιαστικά τον μονόλογο. Ερωτήσεις και απαντήσεις μεταξύ δύο καλά προστατευμένων ομάδων που γνωρίζονται άριστα μεταξύ τους, μέσα σε ένα κλειστό στούντιο, σε κάποια γωνιά της Αθήνας, υπό τους όρους και τις προϋποθέσεις που οι ίδιοι είχαν διαμορφώσει, αυτή ήταν η ευκαιρία του ελληνικού λαού να συγκρίνει και να βγάλει συμπεράσματα για το ποιος θα κυβερνήσει. Τίμιο;
Ο τρόπος
Τα social media έχουν μπει στη ζωή μας εδώ σχεδόν και μια δεκαετία και την έχουν αλλάξει. Ευτυχώς. Μέσα σε αυτά (και παρά τις όποιες στρεβλώσεις έχουν παρατηρηθεί) έχει διαμορφωθεί μια κουλτούρα διαλόγου, που επιτρέπει ακόμα και στον λιγότερο κοινωνικά και οικονομικά «προνομιούχο» πολίτη να συνδιαμορφώσει την πολιτική ατζέντα, να σπρώξει με όση δύναμη διαθέτει τον δημόσιο διάλογο προς την κατεύθυνση των πραγματικών προβλημάτων, να έχει πρόσβαση στην πληροφορία, δίνοντας, παίρνοντας και αναπαράγοντας.
Έχει τη δυνατότητα να φωνάξει και να ακουστεί, να απευθύνει τον λόγο κατευθείαν σε εκείνον που τον κυβερνά ή προσδοκά να τον κυβερνήσει, παρακάμπτοντας τους μεσάζοντες και τα επικοινωνιακά φίλτρα. Έχει τη δυνατότητα να είναι σκληρός, επικριτικός, καυστικός, δίκαιος, άδικος, καταγγελτικός, επαινετικός, αυστηρός. Να είναι ειλικρινής. Έχει τη δυνατότητα να ασκήσει κριτική, να κτίσει επιχειρηματολογία και να θέσει ερωτήματα για τα πραγματικά προβλήματα της κοινωνίας, η οποία αυτές τις μέρες στην Ελλάδα περνάει τη σκληρότερη δοκιμασία στη μεταπολεμική Ιστορία της.
Να κάνει προτάσεις, να δεχθεί αμφισβήτηση, να αναπροσαρμόσει, να λειτουργήσει ως ενεργός πολίτης σε μια χώρα που θέλει να αυτοπροσδιορίζεται ως δημοκρατική και ευρωπαϊκή. Όπως έγινε με τη ζωντανή συνέντευξη του Αλέξη Τσίπρα στην (κομματική παρακαλώ) εφημερίδα «Αυγή», πριν από τις εκλογές του περασμένου Ιανουαρίου, όπου μέσω του hashtag #AskTsipras οι πολίτες είχαν τη δυνατότητα να διαμορφώσουν εκ του μηδενός την ατζέντα, έτσι θα έπρεπε να είχε συμβεί και τώρα. Αλλά δεν συνέβη.
Το #ERTdebate2015 θα έπρεπε να είναι το βήμα της δημοκρατίας και όχι ένα μέσο για εκ των υστέρων σχολιασμό. Θα έπρεπε να αποτελέσει τον σύνδεσμο ανάμεσα στον Έλληνα που ψηφίζει και σε αυτούς που ζητούν την ψήφο, με τους δημοσιογράφους να κρατούν ρυθμιστικό και συμπληρωματικό ρόλο. Εξάλλου, όπως όλα έδειξαν, γι’ ακόμα μια φορά, ο κόσμος ήταν με τα μάτια στην τηλεόραση και τα δάκτυλα στο πληκτρολόγιο. Ο κόσμος ήταν παρών, αλλά έξω από το δωμάτιο.
Μέχρι να βρουν (πολιτικοί και δημοσιογράφοι) το θάρρος να εφαρμόσουν στην πράξη τις σύγχρονες δημοκρατικές μεθόδους που μας «χάρισε» η τεχνολογία, είμαστε αναγκασμένοι να παρακολουθούμε τις εξελίξεις από τη θέση του παρατηρητή. Αυτός ήταν ο ρόλος μας πριν, αυτός είναι μέχρι τώρα, αλλά κάποια στιγμή πρέπει να εξελιχθούμε προς την κατεύθυνση που επιβάλλει τόσο η εγχώρια, όσο και η παγκόσμια συγκυρία. Η μεγάλη ευκαιρία για επανόρθωση είναι αύριο Δευτέρα, οπότε θα αναμετρηθούν τηλεοπτικά οι δύο μεγάλοι παίκτες Αλέξης Τσίπρας και Ευάγγελος Μεϊμαράκης. Στη Δημοκρατία, όπως είθισται να λένε, δεν υπάρχουν αδιέξοδα, αρκεί να της δοθεί η ευκαιρία και η εμπιστοσύνη για να μπορέσει λειτουργήσει.
*Πρώτη δημοσίευση εφημερίδα Σημερινή.