Αραβικό καφέ σε μια γειτονιά του Λονδίνου, ζώνη Β’. Περισσότερο λειτουργεί ως σαντουιτσάδικο-φαγάδικο, ενώ παράλληλα προσφέρει και υπηρεσίες ίντερνετ και εκτύπωσης με τρεις ολόκληρους υπολογιστές κι ένα φωτοτυπικό-εκτυπωτή στον στόλο μηχανημάτων του. Ιδιοκτήτες ένα ζευγάρι με ένα παιδί. Μια βιτρίνα με φαγητά μαγειρεμένα από το πρωί ή από το προηγούμενο βράδυ, μέσα σε άσπρες πιατέλες, τυλιγμένα με διάφανη μεμβράνη. Φωτίζονται με λάμπες φθορίου που είναι ενσωματωμένες στη βιτρίνα. Μια μηχανή του καφέ μουγκρίζει πού και πού στάζοντας καφέδες. Οι πελάτες είναι λίγοι και σταθεροί, οι φάτσες είναι οικείες, έχουν ξανάρθει, έχουμε χαιρετηθεί με καναδυό, συνήθως μου μιλούν Αραβικά. Αν και κατάλευκος, η κοψιά μου ομολογουμένως ξεγελάει, τους πετάω και κανένα as-salamu alaykum και μπερδεύονται. Μέχρι εκεί ξέρω όμως και καναδυό βρισιές. Η βωμολοχίες ενίοτε ενώνουν τους λαούς.
Για να είμαι ειλικρινής δεν έχω καταλάβει ακόμα πώς επιβιώνει οικονομικά αυτό το μαγαζί, ίσως περιμένουν κι εδώ κάποια σεζόν για να ανακάμψουν ή μια γερή μπάζα όταν σχολάει κάποιο club bridge της γειτονιάς. Αυτή τη μέρα όλα κυλούν ήρεμα, στο ράδιο παίζει ο αγγλικός kiss fm, ίδιος κι απαράλλαχτος με τον ελληνικό που μου κουράζει τ’ αυτιά με τα χωρίς σταματημό έντονα τέμπο και τα βίαια χαμόγελα από μικροφώνου. Υπομονή.
Ανοίγει την πόρτα και μπαίνει, το κεφάλι της κοιτάει σχεδόν το πάτωμα (από συστολή;). Πλησιάζει. Γυναίκα γύρω στα πενήντα πέντε, τυπική αγγλική φιγούρα κάποιας υπερήφανης επαρχίας που ξέπεσε στο Λονδίνο, με γυαλιά, τσάντα και ομπρέλα. Πώς μπορώ να σας βοηθήσω; της απευθύνομαι. Ξέρετε να μπαίνετε στο ίντερνετ; μου λέει. Ασφαλώς, της απαντώ. Ξέρετε να στέλνετε και email; συμπληρώνει. Βεβαίως, χρειάζεστε βοήθεια; της λέω. Θα το εκτιμούσα πολύ αν με βοηθούσατε να στείλω ένα email στην Αμερική, καταλήγει. Κατάλαβα αμέσως τη χρησιμότητα της διευκρίνισης σχετικά με τη χώρα του παραλήπτη, καθώς δεν είναι ανάγκη να στείλεις email σε κάποιον που είναι στην Αγγλία, μπορείς να τον πάρεις κατευθείαν τηλέφωνο ή να τον συναντήσεις στην pub που συχνάζετε ή ακόμα να τον ειδοποιήσεις να επικοινωνήσει μαζί σου μέσω ενός γνωστού. Η Αμερική όμως πέφτει λίγο μακριά. Email λοιπόν.
Παίρνουμε θέση στον υπολογιστή νούμερο τρία, της εξηγώ ότι για να στείλουμε ένα email απαιτείται να έχουμε λογαριασμό. Με κοιτάζει με μια δόση ανακούφισης που ξέρω αυτή τη σημαντική λεπτομέρεια και που η προσπάθειά της βρίσκεται σε καλά και έμπειρα χέρια, μου λέει ότι έχει ήδη λογαριασμό gmail και μου δίνει ένα χαρτάκι με τα στοιχεία. Συνδεόμαστε, ξεκινάει να μου απαγγέλλει από στήθους το κείμενο που μοιάζει να είναι δουλεμένο από το σπίτι, είναι κάπως αναστατωμένη, οι ανάσες της είναι βαθιές. Προφανώς πρόκειται για ένα σημαντικό email. Εντυπωσιάζεται με το πόσο γρήγορα πληκτρολογώ και μου το λέει, δείχνει ευχαριστημένη. Πέντε γραμμές όλες κι όλες οι οποίες, μιλούσαν για μια ταινία κινουμένων σχεδίων που η ίδια δυστυχώς δεν μπόρεσε να βρει στην Αγγλία όσο κι αν έψαξε και ότι λυπάται πολύ γιατί ξέρει πόσο σημαντικό είναι αυτό για τον παραλήπτη. Σταματάει για λίγο, κάνει πίσω και συμπληρώνει: αγαπημένε μου συγγνώμη, θα κάνω ότι μπορώ με το άλλο που μου είπες. Εδώ, προφανώς δεν με εμπιστεύεται, κωδικοποιεί τα λεγόμενά της. Εξάλλου, ξέρει εκείνος, κάποια πράγματα οφείλουν να τα ξέρουν μόνο δύο. Έχει πλάκα. Την προτρέπω να δει το κείμενο μήπως θέλει να συμπληρώσουμε ή να διορθώσουμε κάτι. Κολλάει το πρόσωπο στην οθόνη: είναι προφανές ότι δεν βλέπει ούτε στα δέκα εκατοστά.
Ολοκληρώνουμε την αποστολή, νιώθει ανακουφισμένη. Η διαδικασία κράτησε γύρω στα δέκα ολόκληρα λεπτά. Ευχαριστώντας με, ρωτάει τι οφείλει. Την παραπέμπω στο αφεντικό, εγώ είμαι μόνο για να στέλνω email. Οι στάνταρ χρεώσεις για τη χρήση του υπολογιστή αναγράφονται σε ένα μικρό μαυροπίνακα με κιμωλία, ακριβώς πάνω από το φωτοτυπικό, δίπλα στους υπολογιστές και κάτω από μια πινακίδα του Ισλάμ καρφωμένη στον τοίχο που μαντεύω ότι γράφει κάτι σαν το Allahu Akbar: πενήντα λεπτά η μισή ώρα, είκοσι λεπτά η ασπρόμαυρη εκτύπωση ανά σελίδα, πενήντα λεπτά η έγχρωμη κ.λπ. Το αφεντικό τη ρωτάει αν όλα πήγαν καλά κι εκείνη του λέει ότι ναι, όλα πήγαν πολύ καλά και καταφέραμε να στείλουμε εκείνο το email στην Αμερική. Τι οφείλω, ρωτάει. Στείλατε μόνο ένα email; λέει το αφεντικό. Ναι, στην Αμερική, του αποκρίνεται με έμφαση. Το αφεντικό σκέφτεται λίγο και με ένα αίσθημα αυτοπεποίθησης της λέει ότι τα email για Αμερική κοστίζουν δύο λίρες. Κοιτιούνται για λίγα δευτερόλεπτα σιωπηλά. Εκείνη ανοίγει ένα χαμόγελο μέχρι τα αυτιά. Μόνο;! ρωτάει με ένα αίσθημα στο όριο ενθουσιασμού και ανακούφισης. Θα ξαναέρθω την επόμενη εβδομάδα τότε, να δω αν μου απάντησε, να στείλω ένα-δύο ακόμα, συμπληρώνει. Βεβαίως, θα χαρούμε να σας εξυπηρετήσουμε, χαιρετισμούς στην οικογένεια και τα σχετικά. Καθώς εκείνη πήγαινε προς την πόρτα, το αφεντικό με κοίταξε λοξά και μου ‘κλεισε πονηρά το μάτι.
Αυτομάτως, μου ήρθε στο μυαλό η πονηριά των Ελλήνων στις τουριστικές περιοχές, όπου οι μαγαζάτορες “τα μαζεύουν” κάθε χρόνο από τους κουτόφραγκους τουρίστες που στην Ευρώπη μας πίνουν το αίμα και μας ζηλεύουν επειδή έχουμε ήλιο, θάλασσα και ούζο. Οι υπερήφανοι ντόπιοι που βλέπουν τον ξένο ως ζώο προς εκμετάλλευση αν όχι ως ευκαιρία για εκδίκηση. Που δεν φτάνει που τους δώσαμε τη Δημοκρατία όταν εκείνοι πηδούσαν από κλαδί σε κλαδί, αντί να μας είναι ευγνώμονες, μας βάλανε στα μνημόνια και μας έχουν στην εξαθλίωση. Οι μαλάκες. Εμείς έχουμε τα παιδιά μας μετανάστες στη χώρα τους με δυο πτυχία και μάστερ κι εκείνοι έρχονται στα νησιά μας διακοπές λες κι επιθεωρούν το τσιφλίκι τους.
Ήλιο, θάλασσα και ούζο μπορεί να μην έχει αυτό το Αραβικό καφέ με τις γνωστές φάτσες στη Β’ ζώνη του Λονδίνου, έχει όμως υπολογιστή και ίντερνετ και έναν υπάλληλο που μπορεί να στέλνει email ακόμα και στην Αμερική.