ΤΙ ΕΦΤΑΙΞΕ;

nightvision

Φωτογραφία: Georgia Panakia

Το παιδί κλαίει μέσα από τον τοίχο. Τι έφταιξε; Μια μάνα προσπαθεί να το συνεφέρει με φωνές, δεν ωφελεί. Ο αέρας πάλι παίζει με τα σχοινιά και τα απλωμένα ρούχα στο μπαλκόνι του διπλανού. Σφυρίζει. Εδώ δεν υπάρχει μπαλκόνι. Τα ρέστα βγαίνουν ίσα ίσα μέχρι το τέλος του μήνα και δεν είναι μόνο ο μήνας που πρέπει να βγει. Κάποτε ξημέρωνε και μύριζε γιασεμί από τον κήπο. Τώρα το διαμέρισμα αμείλικτο και ο ακάλυπτος ξερός φτιάχνουν έναν κόσμο που υπό άλλες συνθήκες θα ήταν δίκαιος. Όμως δεν είναι. Το χωριό είναι μακριά (άραγε υπήρξε ποτέ χωριό;) και η μάνα μια έννοια σφιχτοδεμένη με ενοχές κι ένα παράπονο συρραμμένο στο κάτω χείλος. Τι έφταιξε κι αυτή; Ατέλειωτες διαδρομές που οργώθηκαν μεθυσμένες και με τον αέρα να φυσάει κόντρα σε αφορμές και αποστάσεις. Η ώρα κρέμεται από τους δείκτες λες και θέλει να λιώσει, μα δεν λιώνει. Λιώσε επιτέλους, γιατί δεν λιώνεις; Ένα τραγούδι που άλλοτε έβγαινε μέσα από το πηχτό μαύρο του βινυλίου τώρα βγαίνει από την οθόνη ενός υπολογιστή, φωτεινό και πολύχρωμο και καθόλα ξένο. Οι φωτογραφίες τακτοποιημένες σε άλμπουμ στο συρτάρι και η ζωή να κολυμπάει σε κουτάκια των τριακοσίων 330 ml. Το παιδί κλαίει επίμονα πίσω τον τοίχο χωρίς να γνωρίζει πως η πόλη το έχει ήδη καταπιεί μέσα από έναν ακάλυπτο που δεν ευτύχησε ποτέ να δει το φως της μέρας παρά μόνο την ώρα που χτιζόταν. Ακούω τα πάντα κι αυτό  θα έπρεπε να αρκεί. Εγώ που πόθησα τα πάντα να ακούσουν για ένα λεπτό κι εμένα, τώρα αναρωτιέμαι αν άραγε υπήρξε στη ζωή μου το “για πάντα”. Λέξεις αόριστες χωρίς τη σημασία της ζωής φτάνουν να εννοούν όλα τα υπόλοιπα εκτός από την ίδια τη ζωή. Τι έφταιξε; Εδώ δεν έχει μπαλκόνι. Θυμάμαι το χωριό σχεδόν σαν να υπήρξε από πάντα κι έπειτα μυρίζω το χώμα σαν τότε που πλησίαζε η βροχή από μακριά. Πού είναι η βροχή, γιατί δεν έρχεται η βροχή; Γιατί δεν μας ξέπλυνε κι εμάς εκείνη η λύτρωση που πότισε τα ποιήματα των εραστών, τα παραμύθια των παιδιών και τις ταινίες του σινεμά; Ερωτήματα αναπάντητα που κάνουν το κορμί πιο σκληρό και πιο άγριο και πιο κορμί απ’ τα κορμιά που γνώρισα και με γνωρίσαν. Όλα υπήρξαν μια μετριότητα πέραν του μετρίου και πώς να λυτρωθώ εν τέλει χωρίς εκείνη τη βροχή; Τι έφταιξε; Τραβάω την κουβέρτα ως τα μάτια και ψιθυρίζω κάτι λογάκια λύπησης μήπως μπορέσει να με πάρει ο ύπνος πριν ξημερώσει. Η μέρα δεν ήταν αρκετή, η νύχτα στάθηκε λίγη και η ώρα παλεύει ακόμα για να λιώσει πάνω στους δείκτες αυτού του ρολογιού που στέκεται στον τοίχο. Στο δρόμο κάτω, ένα αυτοκίνητο πέφτει όπως όλα πάνω στο λάκκο της ασφάλτου κι ακούω τον οδηγό να βρίζει για κλάσματα δευτερολέπτου. Ο πρώτος όροφος δεν είναι ψηλά ή χαμηλά, είναι ο πρώτος όροφος, λίγος κι επαρκής την ίδια ώρα, γεμάτος ανεπάρκεια και πτώση από τα χαμηλά. Ο πρώτος όροφος ακούει και μυρίζει, ξέρει ο πρώτος όροφος. Κι εγώ λίγα μέτρα πάνω απ’ το έδαφος από το οποίο προήλθα και στο οποίο θα επιστρέψω, σκέφτομαι τι θα απογίνει στη ζωή αυτό το παιδί που κλαίει πίσω απ’ τον τοίχο, ζητώντας μόνο την προσοχή της μάνας και την ελπίδα για την οποία θα ματώσει λίγα χρονάκια αργότερα, όταν μια νύχτα θα γυρίσει το βλέμμα στον καθρέφτη και θα σκεφτεί ρητορικά: τι έφταιξε;

ΤΙ ΕΦΤΑΙΞΕ;

Leave a Reply

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Twitter picture

You are commenting using your Twitter account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s