Το καλοκαίρι του 2006 με βρήκε ως ασκούμενο φοιτητή σε κατάστημα μιας τράπεζας που δεν φημιζόταν ούτε για τις καλές της υπηρεσίες, ούτε για την εξυπηρέτηση, ούτε για τους όρους υπό τους οποίους δάνειζε στους πελάτες της. Παρόλα αυτά η πελατεία αυξανόταν συνεχώς. Ήταν η εποχή που υποτίθεται ότι όλα στη χώρα δούλευαν ρολόι, η ρευστότητα του χρήματος βρισκόταν σε οργασμό, οι τράπεζες άνοιγαν τη δραστηριότητά τους και ο κόσμος ένιωθε ότι μπορούσε να έχει πρόσβαση στο χρήμα ανά πάσα ώρα και στιγμή. Ήταν η εποχή που έπαιρνες δάνειο για να πας διακοπές με την οικογένειά σου στη Ρώμη, εμφανιζόμενος με μια ταυτότητα κι ένα εκκαθαριστικό, ενώ σε περίπτωση που ήσουν υπερχρεωμένος και τα κεντρικά δεν σου ενέκριναν το αίτημα, υπήρχε η δυνατότητα το δάνειό σου να εγκριθεί με μια εντολή του διευθυντή του καταστήματος. Τόσο απλά.
Πόσο άσχημο θα μπορούσε να είναι αυτό; Κάποιοι το ονόμαζαν ανάπτυξη και δεν είχαν άδικο. Η κατανάλωση ήταν τονωμένη, οι επενδύσεις υψηλές και η ρευστότητα του χρήματος μεγάλη. Τα καταστήματα ήταν ακόμα ανοιχτά, η εμπιστοσύνη μεγάλη, ενώ μπορούσες να αγοράσεις με δόσεις σχεδόν τα πάντα περνώντας το λογαριασμό στην τράπεζα την οποία δικαίως ένιωθες κάτι σαν οικογένειά. Όπως η μάνα χαρτζιλικώνει το παιδί ενώ εκείνο οφείλει να πει μόνο “ευχαριστώ μαμά”, χαρίζοντάς της ένα χαμόγελο. Μετά έσκασε το μπαλόνι και μας τρόμαξε όλους, ενώ κάποιοι από το μπαμ έχασαν ένα μέρος της ακοής τους.
(Σφήνα σκέψη: Κάποια στιγμή ένας πελάτης έκανε αίτηση για δάνειο 3.000 ευρώ προκειμένου να αγοράσει καραμπίνα. Το αίτημά του δεν εγκρίθηκε. Οι συνειρμοί δικοί σας.)
Προφανώς το πράγμα δεν ήταν τόσο αγνό, ο λογαριασμός φούσκωνε και κάποια στιγμή οι υπερχρεωμένοι δεν μπορούσαν να πληρώσουν το λογαριασμό του επόμενου μήνα. Κάπου εκεί εμφανίστηκε ένα νέο προϊόν, πανομοιότυπο από τράπεζα σε τράπεζα, που είχε τίτλο κάτι σαν “Όλα σε ένα, νοικοκυρεμένα”. Η σύλληψη ήταν ευφυής και η λειτουργία του απλή: η τράπεζα συγκέντρωνε τα δάνεια που έχεις πάρει από άλλες τράπεζες και από τη δική της, αποπλήρωνε κι έκλεινε της οφειλές προς τρίτους, ενώ ταυτόχρονα άθροιζε τα χρέη σε έναν δικό της λογαριασμό δημιουργώντας για χατίρι σου ένα νέο δάνειο με υψηλό επιτόκιο και μεγαλύτερη διάρκεια, επιτυγχάνοντας μια σειρά από σκοπούς. Πρώτον, σε έκανε αποκλειστικό πελάτη της, κερδίζοντας έτσι σε όρους ανταγωνισμού. Δεύτερον, εξασφάλιζε ότι δεν θα σταματήσεις να την πληρώνεις λόγω της οφειλής σου σε άλλες τράπεζες, αλλά θα έχει τον απόλυτο έλεγχο της δυσκολίας σου ή ακόμα και της ενδεχόμενης αδυναμίας σου στην πληρωμή. Τρίτον, το επιτόκιο δεν ήταν χαριστικό κι έτσι κέρδιζε από την διαφορά. Τέταρτον, μπορούσε να αυξήσει το πιστωτικό σου όριο δανείζοντάς σου εκ νέου σε περιπτώσεις ανάγκης, κάνοντάς σου “χάρη” και ανεβάζοντας το λογαριασμό. Πέμπτον, αύξανε τα οικονομικά της μεγέθη στο τέλος κάθε χρονιάς, φουσκώνοντας τον σχετικό λογαριασμό με “απαιτήσεις” και δείχνοντας καλύτερα αποτελέσματα την ώρα του ισολογισμού. Και άλλα.
Το αποτέλεσμα για την τράπεζα: καλύτερη θέση στον ανταγωνισμό, μεγαλύτερα κέρδη, έλεγχος και μονοπώλιο του πελάτη κ.α
Το αποτέλεσμα για εσένα: εγκλωβισμός κάτω από μία τράπεζα, αυξημένη δόση στο τέλος του μήνα, καμία ελάφρυνση όσον αφορά το δανειακό βάρος κ.α
Αυτά μου έφερε στο μυαλό, επτά χρόνια μετά με τις δηλώσεις του, ο Γιάνης Βαρουφάκης. Μπορεί οι πολιτικοί και οι διανοούμενοι να μας υπενθυμίζουν κάθε λίγο και λιγάκι ότι η Ιστορία κάνει κύκλους, αλλά μάλλον δεν μπόρεσαν ούτε οι ίδιοι να φανταστούν ότι, αφενός οι κύκλοι μπορεί να είναι τόσο μικροί, αφετέρου ότι μπορεί να αλλάζουν επίπεδα με τέτοια ευκολία μεγεθύνοντας την επιρροή στο μέλλον των κρατών και κατά συνέπεια στις ζωές των ανθρώπων.
Η Ελλάδα του 2010 ήταν ο Έλληνας του πρόσφατου παρελθόντος. Δεν μπορεί να αποπληρώσει τα δάνεια που έχει επωμιστεί κι έτσι πάει στον γκισέ της τράπεζας και αγοράζει το “Όλα σε ένα, νοικοκυρεμένα”.
Η Ελλάδα του 2015 είναι ο γιος εκείνου του Έλληνα. Βρίσκεται στο σημείο που ο πατέρας δεν υπάρχει πια και που το δάνειο δεν μπορεί να αποπληρωθεί με τους όρους που υπογράφτηκαν το 2010 διότι τα χρήματα που θα πήγαιναν για τη δόση στην τράπεζα, πρέπει να πάνε για το γάλα του μωρού, για τα φάρμακα του παππού και για το πετρέλαιο του καλοριφέρ. Εν τω μεταξύ η γιαγιά μας άφησε χρόνους σε ράντζο στον Ευαγγελισμό και το παιδί δεν πήγε τελικά να σπουδάσει γιατί δεν δεν υπήρχε σάλιο ενώ τώρα περιφέρεται άνεργο παρακαλώντας να δουλέψει ως ντελιβεράς σε σουβλατζίδικο (no offence για τους ντελιβεράδες).
Ο αρχηγός της οικογένειας λοιπόν έχει αλλάξει όταν το τηλέφωνο χτυπάει τρεις η ώρα το μεσημέρι και στην άλλη άκρη της γραμμής ακούγεται ο πιτσιρικάς υπάλληλος κάποιας εισπρακτικής εταιρίας απαιτώντας το ποσό της δόσης, αλλιώς…
Με ποιον πας και δίνεις μάχη στα δικαστήρια για να μη σου πάρουν και το σπίτι; Σίγουρα όχι με τον υπάλληλο της εισπρακτικής. Αυτό προσπαθεί να εξηγήσει ο Βαρουφάκης στους πιστωτές μας και στους συνηγόρους τους που τον ρωτούν επίμονα “θα συνεχίσεις να είσαι πελάτης μας υπό αυτό το συμβόλαιο που κληρονόμησες, ναι ή όχι;”.
Κι έρχεται η στιγμή που μοιραία ξεστομίζει κανείς: καλά ρε μπαμπά, τι σκατά σκεφτόσουν όταν υπέγραφες; Αλλά πλέον απέναντί σου έχεις την τράπεζα και στο πλευρό σου στην καλύτερη περίπτωση έναν δικηγόρο και -ίσως- όλο το δίκιο του κόσμου. Αλλά το δίκιο του κόσμου δεν αφορά κανέναν άλλο εκτός από εσένα που νιώθεις πως το έχεις.