Διαβάζοντας το βιογραφικό σου παρατηρώ πως δεν είναι η πρώτη φορά που γράφεις και τελικά εκδίδεις ένα βιβλίο. Πότε περνά σαν σκέψη αρχικά η πραγμάτωση του εγχειρήματος και πώς γίνεται πραγματικότητα η περιπέτεια της γραφής;
Μετά την “Καχυποψία ενός άλλοθι” (Τετράγωνο 2010) και ένα διήγημα που περιλήφθηκε στη συλλογική έκδοση “Αμ’ έπος ανέργων” (Vakxikon 2013) αυτή είναι η τρίτη φορά που εκδίδεται κάτι δικό μου με τη μορφή βιβλίου. Κάθε μία από τις παραπάνω περιπτώσεις ήταν μάλλον ξεχωριστή. Η “Καχυποψία ενός άλλοθι” ήταν μια συλλογή ποιημάτων τα οποία γράφτηκαν από το 2003 μέχρι το 2010, το διήγημα ήταν παραγγελία και η “Σκιά γυναίκα” ένας μικρός γολγοθάς που ξεκίνησε τον Σεπτέμβριο του 2007 και ολοκληρώθηκε τον Σεπτέμβριο του 2011. Δεν υπάρχει συνταγή για το πώς γράφεται κάτι, τουλάχιστον εγώ δεν χρησιμοποιώ κάποια. Η “Σκιά γυναίκα” είναι ουσιαστικά ένα ποίημα από την αρχή μέχρι το τέλος, αρχιτεκτονικά δομημένο σε 25 πράξεις και ξεκίνησε από μια εμμονή και 2 ποιήματα σε ελεύθερο μέτρο και διαμορφώθηκε στην πορεία. Πάντως από τα 2-3 πρώτα ποιήματα κατέληξα μέσα μου στη μορφή που ήθελα να έχει στο κλείσιμό του το βιβλίο και αυτή είναι που έχει σήμερα.
Τι θέματα πραγματεύονται οι άλλες δημιουργίες σου; Υπάρχουν κάποια κριτήρια επιλογής για τη θεματολογία;
Κριτήρια δεν υπάρχουν. Πέρα από τις εμμονές που έχω όπως έχουν όλοι- γράφουν δε γράφουν- δεν είμαι δοσμένος σε μία μόνο θεματολογία. Αν μπορώ να ξεχωρίσω κάποια μοτίβα που επαναλαμβάνονται αυτά είναι μάλλον η απώλεια, ο απολογισμός, η ευθύνη, ο έρωτας και φυσικά ο θάνατος από τον οποίο κανείς μας δεν ξεφεύγει στο τέλος. Αλλά πάντα εκ των υστέρων η παρατήρηση.
Εκτός από την ενασχόλησή σου με την ποίηση διαβάζω και για το διήγημά σου “Γουλιά Καφέ” που περιλαμβάνεται στη συλλογική έκδοση διηγημάτων των εκδόσεων Vakxikon με γενικό τίτλο “Αμ’ έπος ανέργων” (2013). Η ποίηση ή το διήγημα εκφράζουν καλύτερα το Χρήστο Α. Μιχαήλ;
Η ποίηση. Το συγκεκριμένο διήγημα όπως προείπα υπήρξε μια ευτυχής παραγγελία, της Μαρίας Κατσοπούλου συγκεκριμένα, η οποία επιμελήθηκε ολόκληρη την έκδοση στου Vakxikon. Κάποια στιγμή θα ήθελα να δοκιμαστώ στις μικρές φόρμες του πεζού λόγου. Το πρόβλημα με τις μεγάλες φόρμες της γραφής το έχει εκφράσει πολύ πετυχημένα ο Μιχάλης Γκανάς σε μια συνέντευξη συγκρίνοντάς τον συγγραφέα με τους δρομείς μικρών και μεγάλων αποστάσεων: για να γράψεις ποίηση χρειάζεσαι γερά πόδια για επιτάχυνση. Για να γράψεις πεζό χρειάζεσαι πνευμόνια για αντοχή. Προσωπικά λαχανιάζω σχετικά εύκολα, αλλά ποτέ δεν ξέρεις.
Η σκέψη μου δεν θα μπορούσε παρά να μην παρασυρθεί από το εισαγωγικό για το νέο σου βιβλίο. Η “Σκιά Γυναίκα”, γραμμένο για να ζήσει μέσα στην εποχή του, φέρνει στο φως την προσωπική τραγωδία του καθενός. Μίλησε μας γι’ αυτό αλλά και για την επιλογή της γυναίκας -πρωταγωνίστριας.
Το βιβλίο αντιμετωπίζει την Ελλάδα ως γυναίκα μέσα από ένα ερωτικό πρίσμα. Ο αφηγητής έρχεται αντιμέτωπος με όλες εκείνες τις συγκρούσεις που συμβαίνουν εντός της κι εξωτερικεύονται, ενώ ταλαιπωρείται και λυτρώνεται όπως ταλαιπωρείται κάθε παράφορα ερωτευμένος για το αντικείμενο του έρωτά του. Σαν μια προσωπική τραγωδία που βρίσκει τις αναλογίες του στις μεγάλες κλίμακες. Έτσι δεν είναι και η χώρα αυτή με τον λαό της; Σε καμία περίπτωση δεν θέλησα με αυτό το βιβλίο να ζωντανέψω φαντάσματα του παρελθόντος που δεν είναι ήδη ζωντανά, ούτε να φέρω το μέλλον κοντύτερα. Το βιβλίο γράφτηκε από έναν άνθρωπο που ζει μέσα στην εποχή του, για να ζήσει κι αυτό μέσα στην εποχή του που ούτως ή άλλως είναι βαριά και δύσκολη και κοιλοπονά χωρίς να ξέρουμε τι θα γεννήσει στο τέλος.
Ποιο το μήνυμα που θέλεις να περάσεις στο κοινό σου με το εν λόγω δημιούργημα;
Δεν είναι ένα και μοναδικό και δεν είναι μονοδιάστατο. Επίσης είμαι πολέμιος της φράσης “τι θέλει να πει ο ποιητής;” η ποια εκ των πραγμάτων φέρει μια γραφικότητα. Το θέμα είναι να συντονιστεί ο αναγνώστης με το γραπτό, να μπορέσει να βρει εκεί μέσα ψήγματα του εαυτού του, της ιστορίας του, της ζωής και των δικών του προθέσεών για τη ζωή, είτε θεωρήσει το κείμενο ερωτικό, είτε πολιτικό, είτε κοινωνικό κλπ. Ασφαλώς τα κίνητρά μου, τα ερεθίσματα, οι αιτίες και οι αφορμές είναι συγκεκριμένα αλλά αφορούν στη στιγμή της δημιουργίας και όχι την μετέπειτα ανάγνωση.
Βιώνοντας την Ελλάδα του 21ου αιώνα, με δεδομένη την κρίση των αξιών αλλά και την ύπαρξη διαφορετικών μορφών ψυχαγωγίας-διασκέδασης, κατά πόσο είναι εύκολο ένας συγγραφέας να εντοπίσει το αναγνωστικό κοινό του;
Το ερώτημα αυτό είναι μέρος μιας τεράστιας συζήτησης. Ποιους άραγε αφορά η ποίηση στην Ελλάδα του 2014; Η πεζογραφία σίγουρα περισσότερους ως ευκολότερη στην ανάγνωση. Πριν από λίγες ημέρες συζητούσα με έναν σπουδαίο νέο ποιητή ότι οι αναγνώστες της ποίησης ενδεχομένως να είναι και λιγότεροι από όσους αυτοπροσδιορίζονται ως ποιητές. Ποιοι λοιπόν αποτελούν το πραγματικό αναγνωστικό μας κοινό; Ειλικρινά δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω. Πάντως το σίγουρο είναι ότι ενώ σε άλλες εποχές που η βιβλιοπαραγωγή ήταν μικρότερη και τα μέσα δημοσίευσης λιγότερα (τα πάντα ήταν πιο φιλτραρισμένα και δεν υπήρχε ίντερνετ) μια συνέντευξη σε μια εφημερίδα ήταν αρκετή για να μάθει ο κόσμος ότι εξέδωσες νέο υλικό και να το αναζητήσει. Τώρα πρέπει να ψάξεις εσύ τους αναγνώστες σου, να μπεις μέσα στα σπίτια τους, να τους απευθυνθείς την ώρα που εκείνοι ψάχνουν να βρουν τι θα διαβάσουν. Social media λοιπόν. Έχει αλλάξει ο τρόπος αλλά σε αντίθεση με κάποιους άλλους δεν θα έλεγα ότι έχει αλλάξει προς το χειρότερο. Απλώς θέλει μεγαλύτερη εξωστρέφεια, περισσότερη έκθεση, υπομονή κι επιμονή. Είναι πάντως υποκριτικό ως προς τον ίδιο του τον εαυτό και μάταιο ένας συγγραφέας γύρω στα 30 να περιμένει τα πράγματα να λειτουργήσουν με τον τρόπο που λειτουργούσαν την εποχή που έγραφαν οι αγαπημένοι του συγγραφείς τα αριστουργήματά τους. Αν θέλεις να διαβαστείς βγες έξω και βρες τους αναγνώστες σου, έκθεσε τον εαυτό σου και δείξε τι έχεις κάνει όσο ψυχοφθόρο κι αν είναι αυτό ως διαδικασία.
Όντας ένας νέος άνθρωπος αλλά και συγγραφέας εν μέσω μιας κρίσιμης για τη χώρα περιόδου, πόσο σημαντικό θεωρείς πως είναι να ακουστεί η φωνή των δημιουργών της νέας γενιάς;
Από τη μία σκέφτομαι ότι η φωνή μας- των νέων δημιουργών- όσο αγνά αισθήματα κι αν έχει, αν δεν είναι πραγματικά χρήσιμη, αν δεν έχει να προσφέρει θετικά στην εξέλιξη των πραγμάτων αλλά το μόνο που μπορεί να καταφέρει είναι να διασκεδάσει τον πόνο, καλύτερα ας ακουστεί λίγο κι ας αναλάβει κάποιος άλλος. Από την άλλη- έρχομαι στα λογικά μου: εκ των προτέρων δεν μπορείς να το ξέρεις αυτό, φωνάζεις και περιμένεις το αποτέλεσμα να κριθεί μετά από χρόνια αναλαμβάνοντας την ευθύνη που ούτως ή άλλως πάνω σου πέφτει ως νέος δημιουργός. Ας φωνάξουμε λοιπόν, είναι μονόδρομος. Αλλά ας φωνάξουμε δυνατά και σωστά και όπως πρέπει, γιατί δεν νομίζω ότι προτίθενται όλοι να μας ακούσουν πόσω μάλλον στην εποχή μας που η επικρατούσα κοσμοθεωρία είναι “ο σώζων εαυτόν σωθήτω” είτε είσαι νέος, είτε είσαι γέρος. Θα έχει νόημα να φωνάξουμε όλοι μαζί συντονισμένα και όχι μόνοι τους οι νέοι. Απλώς οι νέοι ίσως θα πρέπει να πάρουμε την πρωτοβουλία των κινήσεων.
Oι προσδοκίες σου από το “Σκιά Γυναίκα”;
Να διαβαστεί πολύ κι αν είναι κάτι να μείνει, ας μείνει.
Αυτογνωσία, ανεπάρκεια, παράνοια. Τρία ξεχωριστά μέρη στην πρώτη σου ποιητική συλλογή “Η καχυποψία ενός άλλοθι”. Εντοπίζεις κάποια συνάφεια στις τρεις καταστάσεις;
Είτε το θέλουμε είτε όχι, κάποια στιγμή καταλαβαίνουμε ότι αν υπάρχει το πρώτο, αναπόφευκτα το ένα φέρνει το άλλο στη ζωή με τη σειρά που τα τοποθέτησες.
*Συνέντευξη στην Κυριακή Αξιώτη για την εφημερίδα “Η Αξία”
στο φύλλο του Σαββάτου, 25 Οκτωβρίου 2014.