ΑΛΛΗΛΟΥΙΑ

Ξημέρωμα Σαββάτου και η πόλη τρεμοσβήνει τα φώτα της πιστή στα κλισέ των ρομαντικών. Αυτοκίνητα πάνε κι έρχονται, ρόδες που στριφογυρίζουν, λάστιχα που μυρίζουν βιασύνη, μάτια κατακόκκινα απ’ την αγρύπνια, το ποτό ή κάποιο στραβοπάτημα. Ένα φλας σαν κλείσιμο ματιού και μια αναστροφή με την ταχύτητα του κεκτημένου. Μου είπαν πως πολύ μακριά συμβαίνουν πράγματα αλλόκοτα μα εγώ δεν θέλησα ποτέ να τα αναζητήσω. Ο χρόνος κυλάει μπροστά, αν και όχι πάντα, κάποτε γυρίζει κυκλικά. Κυλάμε κι εμείς στην προσπάθεια να αγγίζουμε κάτι που να μην μοιάζει με τα υπόλοιπα “κάτι” που έτυχε ν’ αγγίξουμε ως τώρα. Τσιγάρα ανάβουν και σβήνουν παρά τις γκρίνιες και τις συμβουλές. Ποιες συμβουλές, ποιων συμβουλές; Ξημέρωμα Σαββάτου σ’ έναν λόφο που πολύ θα ήθελε να μοιάζει του Λυκαβηττού όπως όλοι μια στιγμή στη νιότη μας θελήσαμε να μοιάσουμε σε κάποιον άλλο. Εις μάτην. Στο βάθος ακούγεται μια φωνή να ψιθυρίζει κάτι σαν ελπίδα που τελικά κατέληξε λεπίδα. Βγάζεις νόημα, εγώ όχι, όχι άλλη λεπίδα, ζήτω τα χάδια σου λέω.

Η παρέα δίπλα τσακώνεται στα ψέματα για κάτι που αγνοώ και παραληρεί γελώντας. Τα εσωτερικά αστεία κυρίαρχα στους ανθρώπους πια, καθένα και μια ενήλικη μικροϊστορία για γερά κότσια άμα τη εμφανίσει. Μια πληγή που πάλλεται, ένα αγκάθι χρυσωμένο και μια μνήμη που συνεχώς αιμορραγεί χωρίς απαραιτήτως να πονά. Μα πώς γίνεται; Γίνεται. Σου μιλώ για θαύματα κι εσύ μου λες για σφάλματα, σφυρίζω προς τα σύννεφα κι εσύ με προσγειώνεις σε περιοχές κατοικημένες. Ένα χαρτί κι ένα μολύβι όλο σου το είναι κι όμως δεν μπόρεσες ποτέ να ξεχωρίσεις τις αφορμές απ’ τις αιτίες ό,τι κι αν σου προτάθηκε για κέρδος μέσα από την όλη διαδικασία. Αλήθεια, ποια η αιτία μας; Με κιμωλία ζωγραφίζεις ένα πιάνο στο πέτρινο πεζούλι και κάνεις ότι παίζεις λυγίζοντας τα δάχτυλα. Ξημέρωμα Σαββάτου, ένα τελευταίο γέλιο από κάποιον που αρχίζει να μαζεύεται στον εαυτό του, μια χορωδία πουλιών στο ξεμούδιασμα, το χορτάρι που αναδίδει τις βροχές σαν να τις βίωσε μόλις. Πίσω από τα δέντρα ο ήχος του μπουκαλιού που συνθλίβεται μισογεμάτο στο πεζοδρόμιο.

Είναι σκληρό το πεζοδρόμιο κι ας μην το βλέπουμε από εδώ. Σκληρότερο από το δρόμο, σκληρότερο από ένα ξημέρωμα πάνω σε καταπράσινο λόφο εν μέσω απουσίας. Κι εγώ με μια σκληρότητα νωθρή απέναντι στον κόσμο, ξέρω ότι ο θάνατος απέχει κάτι λιγότερο από ένα σκαλοπάτι. Ένα στραβοπάτημα ίσως, σαν από αυτά που σε ξαπλώνουν στη δροσιά τού χορταριού. Ποιος σου πήρε τα φτερά, γιατί σου πήρε τα φτερά; Ό,τι αγαπήσαμε κατέληξε μια χάρτινη σημαία στο έλεος των συμβόλων. Ό,τι μισήσαμε το χρίσαμε σοφό και το αγκαλιάσαμε με πάθος καθισμένοι στη ρίζα ενός δέντρου. Ποιο είναι το σωστό και ποιο το λάθος; Ξημέρωμα Σαββάτου με την πόλη να αχνίζει τον πρώτο της ιδρώτα κι εμάς να μισούμε και να αγαπάμε με ένταση τον ίδιο μας τον εαυτό μην έχοντας πού να πιστέψουμε. Δεν είναι που ζητήσαμε πολλά, μονάχα κάποιον να ξέρει να ακούει. Έναν θεό που ίσως πιστέψει με τη σειρά του σ’ εκείνο το σπασμένο “αλληλούια”.

*Γράφτηκε για να δημοσιευτεί στο protagon.gr

ΑΛΛΗΛΟΥΙΑ

Leave a Reply

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Twitter picture

You are commenting using your Twitter account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s