Ξημέρωμα Σαββάτου και η πόλη τρεμοσβήνει τα φώτα της πιστή στα κλισέ των ρομαντικών. Αυτοκίνητα πάνε κι έρχονται, ρόδες που στριφογυρίζουν, λάστιχα που μυρίζουν βιασύνη, μάτια κατακόκκινα απ’ την αγρύπνια, το ποτό ή κάποιο στραβοπάτημα. Ένα φλας σαν κλείσιμο ματιού και μια αναστροφή με την ταχύτητα του κεκτημένου. Μου είπαν πως πολύ μακριά συμβαίνουν πράγματα αλλόκοτα μα εγώ δεν θέλησα ποτέ να τα αναζητήσω. Ο χρόνος κυλάει μπροστά, αν και όχι πάντα, κάποτε γυρίζει κυκλικά. Κυλάμε κι εμείς στην προσπάθεια να αγγίζουμε κάτι που να μην μοιάζει με τα υπόλοιπα “κάτι” που έτυχε ν’ αγγίξουμε ως τώρα. Τσιγάρα ανάβουν και σβήνουν παρά τις γκρίνιες και τις συμβουλές. Ποιες συμβουλές, ποιων συμβουλές; Ξημέρωμα Σαββάτου σ’ έναν λόφο που πολύ θα ήθελε να μοιάζει του Λυκαβηττού όπως όλοι μια στιγμή στη νιότη μας θελήσαμε να μοιάσουμε σε κάποιον άλλο. Εις μάτην. Στο βάθος ακούγεται μια φωνή να ψιθυρίζει κάτι σαν ελπίδα που τελικά κατέληξε λεπίδα. Βγάζεις νόημα, εγώ όχι, όχι άλλη λεπίδα, ζήτω τα χάδια σου λέω.